Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Η Απελευθέρωσις του Κολινδρού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913

Γράφει ο Αναστάσιος Δ. Μανώλας, Αντιστράτηγος ε.α.

Βαλκανικοί Πόλεμοι είναι οι πόλεμοι που έγιναν το 1912-13, αρχικά από τα σύμμαχα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο, εναντίον της Τουρκίας για την απελευθέρωση των υποδούλων ακόμη ομοεθνών τους (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος) και

στη συνέχεια από την Ελλάδα και τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας, εξ αιτίας των επιθετικών ενεργειών της σε βάρος των πρώην συμμάχων της (Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος). Η Ελλάδα εξήλθε από τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους με αυξημένο το στρατιωτικό γόητρό της και έχοντας πραγματοποιήσει αρκετές από τις εθνικές διεκδικήσεις της. Κατά τη διάρκεια αυτών των πολέμων απελευθερώθησαν σημαντικά εδάφη της Μακεδονίας και της Ηπείρου, καθώς και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Η Δυτική Θράκη, αν και απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, τελικώς με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913) με την οποία τερματίσθηκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία. Το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την Ελλάδα διπλάσια σε έκταση και πληθυσμό’ από τα 64.000 τετρ. χιλ. έφθασε τα 120.000 τετρ. χιλ. και από τα 2,8 εκατομ. έφθασε τα 5 εκατομ. κατοίκους.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου ο Κολινδρός, μετά από 5 αιώνες τουρκικής σκλαβιάς ανέκτησε την ελευθερία του.

Πριν θυμηθούμε ορισμένες λεπτομέρειες που αφορούν την απελευθέρωση του Κολινδρού, ας δούμε πώς η νικημένη και ντροπιασμένη από τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 Ελλάδα, κατόρθωσε σε 15 έτη να καταστεί δυνατή και να πετύχει όσα πέτυχε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.

Η εθνική ταπείνωση της ήττας, υπήρξε ταυτόχρονα και σωτήριο δίδαγμα για τους Έλληνες. Κατενοήθη ότι βασικός λόγος της ήττας ήταν ότι η χώρα εισήλθε στον πόλεμο χωρίς να έχει προηγηθεί η αναγκαία προετοιμασία. Η έλευσις του 20ου αιώνος βρήκε την Ελλάδα πληγωμένη από τον «ατυχή πόλεμο», αλλά περισσότερο «σοφή» ώστε να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του νέου αιώνος. Έγινε κατανοητή η αναγκαιότης αναδιοργανώσεως και ενδυναμώσεως του στρατού.

Το 1900 ψηφίσθηκε από τη Βουλή ο Νόμος περί ¨Γενικής Διοικήσεως του Στρατού¨. Επικεφαλής της Ανωτάτης αυτής Αρχής τοποθετήθηκε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και ο Γενικός Επιθεωρητής Στρατού. Ο θεσμός αυτός επέφερε κάποια βελτίωση στο στράτευμα, αφού απάλλαξε τους Αξιωματικούς από την επίδραση της πολιτικής, καθ’ ότι οι τοποθετήσεις, οι μεταθέσεις και το σπουδαιότερο οι προαγωγές των Αξκών περιήλθαν στη Γενική Διοίκηση. Το 1904 ψηφίσθηκε ο Νόμος ¨Περί οργανώσεως του Στρατού¨ με τον οποίο προβλεπόταν η εν καιρώ πολέμου δημιουργία Στρατού 60.000 ανδρών. Βεβαίως ο αριθμός αυτός ήταν τελείως ανεπαρκής για τη διεκδίκηση των Εθνικών δικαίων σε περίπτωση πολεμικής αναφλέξεως στη Βαλκανική, καθ’ ότι οι Σέρβοι μπορούσαν να επιστρατεύσουν 150.000 άνδρες, ενώ οι Βούλγαροι άνω των 250.000, θεωρούμενοι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων».

Στην Κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη οφείλεται η αρχική οργάνωση του μικρού αλλά συγκροτημένου στρατού ο οποίος χρησίμευσε ως πυρήν για τη δημιουργία κατόπιν του στρατού των 10 Μεραρχιών ο οποίος μεγαλούργησε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Όμως η ουσιαστική ανασυγκρότησις του στρατού πραγματοποιήθηκε μετά την Επανάσταση του 1909 στο Γουδί από τον ¨Στρατιωτικό Σύνδεσμο¨. Μετά την προμήθεια των τυφεκίων Μάνλιχερ που είχε γίνει επί Κυβερνήσεως Θεοτόκη, ο ¨Στρατ. Σύνδεσμος¨ απεφάσισε την αντικατάσταση του πυροβόλου Κρουπ με το σύγχρονο πεδινό ταχυβόλο Σνάϊντερ-Κρουπ και το ορειβατικό Σνάϊντερ-Δαγκλή. Παράλληλα έγιναν μεγάλες παραγγελίες σε πυρομαχικά και υλικά επιστρατεύσεως και άρχισε η κατασκευή έργων οχυρώσεως, αποθηκών, αποβαθρών, σιδηροδρόμων και άλλων έργων υποδομής.

Εκτός από την ενίσχυση του Στρατού ξηράς, προκειμένου η Ελλάδα να αποκτήσει την θεωρουμένη ως απαραίτητη ναυτική υπεροχή, ελήφθη ιδιαιτέρα μέριμνα για την ενίσχυση του Στόλου. Σημαντικότατο ρόλο σ’ αυτό έπαιξε το θωρηκτό ¨Αβέρωφ¨, το οποίο καθελκύσθηκε το Φεβρουάριο 1910.

Παραλλήλως, με ενέργειες του ¨Στρατιωτικού Συνδέσμου¨ ήλθε από την Κρήτη στην Αθήνα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος στη συνέχεια σχημάτισε Κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος θεωρώντας τον ΕλληνοΤουρκικό πόλεμο αναπόφευκτο, συνέχισε το έργο της Επαναστάσεως για την ανασυγκρότηση των Ενόπλων Δυνάμεων.

Εντός του 1911 αφίχθη στην Ελλάδα Γαλλική στρατιωτική αποστολή, η οποία προσέφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στην εκπαίδευση του Ελληνικού Στρατού.

Ο Βενιζέλος επεδίωξε την υπογραφή συμφωνιών στρατιωτικής συνεργασίας με τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.

Με τη Βουλγαρία η επίτευξη συμφωνίας ήταν δύσκολη λόγω των εδαφικών διεκδικήσεών της στα Ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης που θα απελευθερώνονταν από τον τουρκικό ζυγό. Παρά ταύτα, η Ελλάδα απεφάσισε τελικώς να υπογράψει το Μάιο 1912 Συνθήκη αμυντικής συμμαχίας, χωρίς να γίνεται σ΄ αυτή οποιαδήποτε αναφορά στην τύχη των εδαφών που θα απελευθερώνονταν. Η Συνθήκη προέβλεπε αμοιβαία συνδρομή και υποστήριξη σε περίπτωση που η μία απ΄αυτές θα προσβαλλόταν από την Τουρκία. Το Σεπτέμβριο του 1912 λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, υπεγράφη μεταξύ των δύο χωρών και Στρατιωτική Σύμβαση. Σύμφωνα μ’ αυτή, σε περίπτωση ΒουλγαροΤουρκικού πολέμου, η Ελλάδα ανελάμβανε την υποχρέωση να επιτεθεί στην Τουρκία με 120.000 στρατό και ολόκληρο το Στόλο της. Η Βουλγαρία θα έκανε το ίδιο σε περίπτωση Ελληνο-Τουρκικού πολέμου με 300.000 στρατό.

Με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο έγιναν συνεννοήσεις, αλλά δεν συνήφθη Συνθήκη ή Στρατιωτική Σύμβαση. Μόνον όταν άρχισε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας, οι δύο αυτές χώρες απεφάσισαν να στείλουν αντίστοιχα αντιπροσώπους στα Γενικά Στρατηγεία τους για το συντονισμό των Επιχειρήσεων.

Έτσι τα 4 χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, αν και δεν είχαν υπογράψει κοινό αμυντικό σύμφωνο, βρέθηκαν στις αρχές φθινοπώρου 1912 συνενωμένα και αλληλέγγυα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Την 30η Σεπτεμβρίου 1912 η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα επέδωσαν στην Τουρκία ταυτόσημη και επιτακτική διακοίνωση με την οποία την προσκαλούσαν να επιφέρει ριζικές μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, προκειμένου να ανακουφισθούν οι ομοεθνείς τους οι οποίοι ζούσαν εκεί.

Η Τουρκία, αντί να απαντήσει, δήλωσε την 3η Οκτωβρίου δια του Τύπου (μέσω του Υπουργού Εξωτερικών) ότι δεν πρόκειται να απαντήσει στη Βουλγαρία και τη Σερβία, και ότι ένα τέτοιο έγγραφο δεν μπορούσε παρά να απορριφθεί. Την ίδια ημέρα ανεκάλεσε τους πρεσβευτές της στη Σόφια και το Βελιγράδι.

Η στάση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος ήταν διαφορετική. Προφασιζόμενη ότι δεν έχει πάρει την Ελληνική διακοίνωση, δεν έδωσε απάντηση. Αντιθέτως, προσπάθησε να την αποσπάσει από τη Βαλκανική Συμμαχία, υποσχόμενη την παραχώρηση της Κρήτης καθώς και εδαφών από τις εκβολές του ποταμού Καλαμά έως τις ανατολικές υπώρειες του Ολύμπου, όπως είχε καθορισθεί στη Διάσκεψη του Βερολίνου το 1880. Παράλληλα, δεν ανεκάλεσε τον πρέσβυ της στην Αθήνα, ούτε αντέδρασε (όπως παλαιότερα είχε δηλώσει) στην είσοδο Κρητών Βουλευτών στην Ελληνική Βουλή την 1-10-1912. Με τον τρόπο αυτό ήλπιζε ότι θα επιτύχει την ουδετερότητα της Ελλάδος.

Κατόπιν των προαναφερθέντων, την 4η Οκτωβρίου 1912, η Σερβία και η Βουλγαρία διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία και της κήρυξαν τον πόλεμο.