σχολίαζαν ανακουφισμένοι αξιωματικοί της Βέρμαχτ το καλοκαίρι του 1944 την απαγωγή και την εκτόπιση των Εβραίων της Ρόδου στο
όπου πλην ελαχίστων βρήκαν όλοι τραγικό θάνατο. Που σημαίνει ότι τους απασχολούσε το ναζιστικό ερώτημα
Δύο χρόνια μετά το επαίσχυντο εξώφυλλο του Focus με την Αφροδίτη ασχημονούσα και τον τίτλο
,
ο υπεύθυνος σύνταξης του περιοδικού Uli Dönch, λίγες μέρες πριν από τις
κρίσιμες εκλογές της Κυριακής, αναρωτιόταν δημόσια αν αξίζει τον κόπο η
Ευρώπη να συνεχίζει να «ταΐζει» με πακέτα τους Έλληνες – χαραμοφάηδες,
προσθέτω εγώ, για να αποδώσω πλήρως το συλλογισμό του.
Πώς εξηγείται ένας τόσο απροκάλυπτος ρατσισμός εναντίον των Ελλήνων;
Και, μάλιστα, από το
στόμα όχι ενός νεοναζί ή ενός ακραίου συντηρητικού
τραπεζίτη, όπως ο Σάρατσιν, που βάλθηκε να σώσει τη Γερμανία από τους
Μουσουλμάνους και την Ευρώπη από το ευρώ, οικονομώντας όμως ο ίδιος
εκατομμύρια από την πώληση των βιβλίων του, αλλά από την πένα του εκδότη
ενός μεγάλης κυκλοφορίας περιοδικού; Το πράγμα χρειάζεται σκέψη.
Ο ρατσισμός, όποτε εκφράστηκε στην Ιστορία συμπυκνωμένος σε θεσμό,
είχε πίσω του κάποιον νομιμοποιητικό μύθο. Ο φυλετικός μύθος πόνταρε στη
Βιολογία. Σύμφωνα με τους θιασώτες του, οι λαοί είναι «φυλές» και κάθε
«φυλή» έχει εγγενή χαρακτηριστικά που παραμένουν σταθερά μέσα στο διάβα
του χρόνου. Παγιδευμένος σ’ αυτό το μύθο, ο γνωστός μας Φάλμεραϋερ
πίστευε ότι οι αυτοπροσδιοριζόμενοι το 1830 ως Έλληνες, στην
πραγματικότητα δεν ήταν Έλληνες. Επειδή είχε διακοπεί η φυλετική τους
συνέχεια με τους Αρχαίους.
Και ενώ ο ίδιος τουλάχιστον δεν ζητούσε την εξόντωση των «δήθεν»
Ελλήνων, αλλά απλώς επισήμαινε στους διανοουμένους της εποχής να είναι
πιο συγκρατημένοι με τον φιλελληνισμό τους, αφού άλλα έλεγε η
«επιστήμη», ένας συμπατριώτης του, εκατό χρόνια αργότερα, θα γίνει πιο
ραντικάλ: Όχι μόνο σκέφτηκε να δώσει θεσμική υπόσταση στη θεωρία περί
ανώτερων και κατώτερων φυλών, αλλά συνεπής στην τρέλα του εκπόνησε και
εφάρμοσε σχέδιο εξόντωσης των κατώτερων «φυλών» με το Ολοκαύτωμα.
Ο
Χίτλερ επιχείρησε να δημιουργήσει μια Ευρώπη με σαφή φυλετική ιεραρχία,
στην κορυφή της οποίας ήταν – ποιος άλλος – η γερμανική «φυλή» των
Herrenmenschen. Απέτυχε να φτιάξει τη νέα Ευρώπη, αλλά τη διαστροφή του δεν πλήρωσαν μόνον ο ίδιος και η Γερμανία. Την πλήρωσε όλη η Ευρώπη.
Ήρθε μετά το «γερμανικό θαύμα» και ο Πολιτισμικός ρατσισμός. Η ιδέα
ότι οι λαοί ιεραρχούνται ανάλογα με τα επιτεύγματα του πολιτισμού τους,
είναι τώρα ο νέος μύθος: τέλεια μηχανήματα και τέλεια οπλικά συστήματα,
καθαριότητα, αποτελεσματικότητα και τάξη, τέλεια Δημοκρατία, τέλεια
παρακολούθηση των πολιτών, τέλειες σαπουνόπερες και, κυρίως, τέλεια
ψέματα. Οι λέξεις «αναπτυγμένες» και «αναπτυσσόμενες» χώρες είναι το
σήμα κατατεθέν αυτής της διάκρισης. Το ίδιο και οι ειδικές συμπάθειες
αξιωματούχων των «αναπτυγμένων» απέναντι στα παιδιά της Νιγηρίας.
Ο επόμενος σταθμός είναι συμβατός με τη «νίκη» του καπιταλισμού πάνω
στον μαρξισμό, όπως ο τελευταίος εκπροσωπήθηκε από τα καθεστώτα του
υπαρκτού σοσιαλισμού. Είναι ο ρατσισμός που έχει ως βάση τη θεωρία του
Hayek για την ελευθερία – εννοείται, των αγορών – από τα δεσμά της
«πολιτικής». Εδώ, πλέον, οι λαοί και οι χώρες ιεραρχούνται ανάλογα με τη
συμβατότητα των συμπεριφορών τους απέναντι στις «αγορές». Υπάρχουν
ισχυρές χώρες-οικονομίες που παράγουν, και άλλες, άρρωστες, που μόνο
«καταναλώνουν». Και δανείζονται για να καταναλώνουν, χωρίς να προσφέρουν
κάτι στον «Όμιλο» – την Ευρώπη.
Στη γλώσσα αυτού του νέου ρατσισμού, οι λαοί και οι χώρες που δεν «παράγουν» είναι, ως «χαραμοφάηδες»,
καταδικασμένοι στην ελεημοσύνη.
Τους ταΐζουν οι εργατικοί Βόρειοι, αλλά και η φιλανθρωπία έχει κι αυτή
τα όριά της. Κάποια στιγμή έρχεται στους ελεήμονες η ιδέα που ακούει στη
μαγική λέξη
«Raus…». Ειδικά όταν ο ευεργετούμενος δεν
πειθαρχεί. Άλλες φορές, πάλι, οι εξαρτημένοι, ζαλισμένοι από την πολλή
φιλευσπλαχνία, προλαβαίνουν τους φιλάνθρωπους και προκαλούν οι ίδιοι την
έξοδο, προς μεγάλη ανακούφιση των πρώτων.
Πώς εξηγείται, λοιπόν, η ακραία επιθετική διάθεση μέρους της γερμανικής εκδοτικής ελίτ εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων;
Σύμφωνα με μια θεωρία, ο ρατσισμός πουλάει, άρα ο κίτρινος Τύπος
τσιμπάει. Πολύ απλοϊκό για να το πιστέψουμε. Σύμφωνα με μια άλλη, η
πολιτική ελίτ προετοιμάζει μέσω μερίδας του γερμανικού Τύπου πολιτικές
αποφάσεις και οι αρθρογράφοι προφέρουν την αναγκαία ιδεολογική κάλυψη.
Συζητήσιμο.
Υπάρχει, όμως, και μια τρίτη υπόθεση, ανεξάρτητη, που δεν αποκλείει
τις δύο προηγούμενες. Σύμφωνα με αυτή, οι Έλληνες δεν είναι το
πραγματικό αντικείμενο της επίθεσης, αλλά το υποκατάστατο, το «αντ’
αυτού».
Και το κίνητρο της ρατσιστικής επίθεσης; Η ανάγκη της
τρίτης μεταπολεμικής γερμανικής γενιάς για απελευθέρωση από τα ενοχικά
δεσμά, η οποία μεταμορφώνεται σε κουτσαβακισμό απέναντι σε ένα συλλογικό
υποκείμενο, στο έθνος των Ελλήνων.
Αυτούς που, πράγματι, εννοούν οι επιθετικοί αρθρογράφοι όταν
υβρίζουν, δεν είναι οι Έλληνες, αλλά εκείνοι που τους προκαλούν το
ενοχικό σύνδρομο. Οι Έλληνες, λόγω κρίσης, προσφέρονται αυτή την εποχή
ως «ενδιάμεσοι». Το πρόβλημα της τρίτης γενιάς, που δεν έμαθε ποτέ στο
σχολείο για το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, την Ανδρίτσα, το Κομμένο, την
Παραμυθιά, τους Λιγκιάδες, τη Μουσιωτίτσα, το Περιβόλι, το Μεσόβουνο,
τον Πύργο, την Κλεισούρα, το Χορτιάτη, τα Κερδύλια, την Τσαριτσάνη, το
Δομένικο, το Καρπενήσι, το Χαϊδάρι, την Καισαριανή, την Κάνδανο, τις
Βρύσες, τη Μαλάθυρο, τον Βιάννο – και εκατοντάδες άλλα ελληνικά
ολοκαυτώματα, αλλά βομβαρδίστηκε με ενοχές για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων
της Ευρώπης, βρήκε την ευκαιρία να σπάσει το κλουβί της ενοχής και να
ξεσπάσει στους Έλληνες. Διότι δεν διανοείται κανείς – ακόμη – στη
Γερμανία να γράψει για τους Εβραίους με τον ίδιο τρόπο όπως γράφει για
τους Έλληνες. Όχι επειδή η οικονομία του Ισραήλ είναι καλή, αλλά επειδή
αυτός ο λόγος είναι απαγορευμένος λόγος.
Το καψόνι στους Εβραίους και στο Ισραήλ είναι ταμπού. Το καψόνι στους Έλληνες τα τελευταία τρία χρόνια έχει γίνει σπορ.
Είναι η πρώτη φορά μετά τον πόλεμο που μια εθνική συλλογικότητα γίνεται
αντικείμενο συλλογικής ενοχής, και αυτό δεν είναι καθόλου καλός οιωνός.
Κάποια ελληνικά κόμματα έπιασαν το μήνυμα, εργαλειοποίησαν τις
ύβρεις, τις παρουσίασαν ως έκφραση του «γερμανικού ιμπεριαλισμού» και
ανέβασαν θεαματικά τα ποσοστά τους. Κάποια άλλα, μέσα στον
«καθωσπρεπισμό» τους, θεώρησαν ότι δεν πρέπει να ξύσουν πληγές και ίσως
νόμισαν αυτόν το ρατσισμό «ψιλά γράμματα» μπροστά στα οικονομικά δεινά
της χώρας. Κατάφεραν μόνο να ψελλίσουν ευγενικές αντιρρήσεις, εκεί που
έπρεπε να βγουν ανοιχτά και να καταγγείλουν δημόσια τον πολιτικά
επικίνδυνο μιντιακό ρατσισμό, το πραγματικό «αυγό του φιδιού». Τώρα πια
είναι αργά για να διορθωθεί ό,τι έπρεπε να προληφθεί. Η υπερβολική
ευγένεια μερικές φορές βλάπτει. Για την αγένεια, δεν το συζητώ. Βλάπτει
πάντοτε. Γιατί μόνο η επιφάνεια του νέου γερμανικού ανθελληνισμού είναι
οικονομική. Ο πυρήνας του είναι διαφορετικός. Για να ανατραπεί αυτό το
κλίμα, η Παιδαγωγική, στην Ελλάδα και τη Γερμανία, έχει να δουλεύει
υπερωρίες…
*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.