Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

το κρασι κι εγώ


Άρθρο του Δημήτρη Κωνσταντάρα για το «Περιοδικό Οίνου» VINOPOLIS


Η λέξη «κρασί» είναι για μένα συνδεδεμένη με τη λέξη «γιαγιά» και την λέξη «κυρ Μιχάλης». Διότι η γιαγιά μου ήταν αυτή που με έστελνε, κάθε λίγο και λιγάκι για ψώνια στον κυρ Μιχάλη, δέκα βήματα απ' το σπίτι, που είχε μια μάντρα όπου πούλαγε κάθε είδους εμπορεύματα, από καυσόξυλα και κάρβουνο, μέχρι φέτα, ελιές και κρασί.

Και εκεί, εξυφάνθηκε η πρώτη συνωμοσία της ζωής μου. Καθότι η γιαγιά ζητούσε μισή οκά ρετσίνα αλλά εγώ ψώνιζα μισή οκά κοκκινέλι που μου άρεσε.

Θεωρούσα ότι μπορούσα να το κάνω εξαπατώντας τη γιαγιά που δεν έβλεπε καλά, λόγω καταρράκτη. Και το είχα κάνει αρκετές φορές μέχρι που με αποκάλυψε η θειά μου η Ελένη, όταν ρώτησε δικαιολογημένα τη Ρωσίδα γιαγιά : «Μάμουτσκα, γιατί παίρνουμε συνέχεια κοκκινέλι;».

Ήταν μέσα της δεκαετίας του '50, εγώ ήμουνα 7-8 χρονών, το κρασί ήταν βασικό και απαραίτητο στοιχείο του τραπεζιού που μπορεί να μην ήταν φτωχικό αλλά δεν ήταν και πλούσιο. Έτσι, η παρουσία, από κάποιο σημείο και μετά, κόκκινου κρασιού στη θέση της ρετσίνας που έπινε η οικογένεια, είχε προκαλέσει ερωτηματικά.

Δεν μου κράτησε κακία η γιαγιά για την απάτη αυτή που της είχα κάνει πεντέξι φορές. Αλλά και δεν μου έγινε το χατίρι γιατί ήμουν πολύ μικρός για να επιβάλω τη δική μου θέληση αφού έτσι κι αλλιώς, ό,τι προλάβαινα να πιώ από το μπουκάλι, αφού το ψώνιζα (μια-δυο γουλιές το πολύ, για να μη φαίνεται κιόλας) και μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Διότι στο σπίτι, «ο Δημήτρης μισό ποτηράκι νερωμένο».

Το κρασί βγήκε εντελώς απ΄ τη ζωή μου μέχρι και τα 18-19 μου χρόνια όταν και άρχισα να βγαίνω κάποια βράδια με τον πατέρα μου.

Ήταν λάτρης του καλού, λευκού, γαλλικού κρασιού. Έγινε κι εγώ. Και σιγά-σιγά, άρχισα μέχρι και να ξεχωρίζω κάποια κρασιά, πάντοτε λευκά, αφού ο πατέρας μου μού το είχε πει σαφέστατα: «Μόνο λευκό κρασί θα πίνεις. Το ροζέ είναι για σαχλαμάρα ενώ το κόκκινο πρέπει να είναι ΠΟΛΥ καλό για να το πιείς».

Το κόκκινο «μπήκε στη ζωή μου» στα 31-32 μου, μέσα από τη συνεργασία μου με το Γιάννη Διακογιάννη στην τηλεόραση. Γαλλοτραφής, γαλλομαθής και λάτρης του γαλλικού κρασιού, ο Γιάννης, πέρα απ΄ όλα τα άλλα, με έμαθε στα πολλά μας επαγγελματικά ταξίδια μαζί, να πίνω κόκκινο.

Η γυναίκα μου τέλος ήταν ο καταλύτης ενώ κόντευα τα 40. Όντας Κρητικιά, με… εισήγαγε στα κάθε είδους τσίπουρα ΧΩΡΙΣ γλυκάνισο, τις ρακές όπως τις λένε στην Κρήτη αλλά και τα «συμπαρομαρτούντα» λευκά αποστάγματα στέμφυλων από άλλες χώρες. Όπως λ.χ. η γκράπα.

Τώρα, τα πίνω όλα.

Ρετσίνα του μπακάλη, αρετσίνωτο του μαγαζιού, ελληνικό εμφιαλωμένο λευκό (από «Αθήρι» μέχρι «Άδολη Γή», «Μοσχοφίλερο» και «Ορεινά Κτήματα») κοκκινέλι απ΄ το βαρέλι, σπιτικό απ΄ τη Νάξο, μουρουνόρακη από το Ρέθυμνο, τσίπουρο απ΄ τον Άγιο Λαυρέντιο και το Κόρθι , εξεζητημένες ποικιλίες της Καλιφόρνιας, κόκκινα Βουργουνδίας, μαύρα Πορτογαλέζικα, ημίγλυκα Κουβανέζικα…

Και μ' αρέσουν όλα. Μέχρι να μη με «πειράζουν».