Σάββατο 15 Μαΐου 2010

ΤΑ ΝΕΑ ΟΝ LINE Τη Ρωμιοσύνη να την κλαις... Της ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ

.. ΓΙΑ ΝΑ παραφράσουμε (ανερυθρίαστα)

τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου. Τη Ρωμιοσύνη να την κλαις. Να την κλαις με μαύρο δάκρυ. Εγραφα, την περασμένη εβδομάδα, για τους 300 της Βουλής και τα χάλια τους. Μήπως ήρθε η ώρα να ρίξουμε ένα βλέφαρο και στα δικά μας τα χάλια; Μήπως η βάρκα κινδυνεύει να μπατάρει προς έναν λαϊκισμό που όλους μας εφησυχάζει και κανέναν δεν ταρακουνάει;

Και στην τελική, αυτούς τους 300 εμείς δεν τους εκλέξαμε; Οι βουλευτές δεν είδαν φως και μπήκαν. Δεν ήταν περαστικοί και σταματήσανε να φουλάρουν με αμόλυβδη. Κάποιος τους έβαλε εκεί μέσα. Κάποιος τους έδωσε αυτό το έδρανο. Κάποιος τους μπαστάκωσε στη ζωή μας. Κι αυτός ο κάποιος είμαι εγώ. Είσαι εσύ. Είμαστε εμείς. Ολοι εμείς που σφυράμε κλέφτικα ότι και καλά δεν έχουμε καμιά ευθύνη ποτέ και για τίποτα!

ΚΑΠΟΤΕ ΗΜΑΣΤΑΝ ωραίος λαός... Κιμπάρης... Με μια ιστορία βαρβάτη από πίσω μας. Από τους «αρχαίους ημών» στο Βυζάντιο... Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στους Ιταλούς. Από το «ΑΕΡΑ» στο «ΟΧΙ» κατά των Γερμανών (κι ας πιστεύουν μερικοί ότι το είπε ο κοντόχοντρος δικτάτορας με τη ρομπ ντε σαμπρ). Από τον εμφύλιο σπαραγμό στη χούντα και στο Πολυτεχνείο... Κάποτε ήμασταν ωραίος λαός...

Κιμπάρης...

Και τα χρόνια πέρασαν...

Κι εμείς πήραμε τις «δάφνες του ένδοξου παρελθόντος» και τις μετατρέψαμε σε πουφ: σε ένα μαλακό κάθισμα που παίρνει τη φόρμα των οπισθίων μας. Στρογγυλοκαθήσαμε πάνω του, αράξαμε χαλαρά πάνω στην ιστορία μας και νίψαμε τας χείρας μας. Η Ελλάδα μετατράπηκε σε ένα τεράστιο καθιστικό. Κλείσαμε την πόρτα και κατάπιαμε το κλειδί. Κλειστήκαμε στους 4 τοίχους: εμείς να ΄μαστε καλά, κι ο γείτονας ας πάει να πνιγεί. Και δεν καταλάβαμε οι ηλίθιοι. Δεν συνειδητοποιήσαμε πως όταν πλημμυρίζει το σπίτι του γείτονα, τα νερά θα φτάσουν και στο δικό μας. Και τώρα φτάσανε. Και πώς να την αντιμετωπίσεις την πλημμύρα; Με το κόκκινο κουβαδάκι του παιδιού που παίζει στην παραλία;

Φταίμε ΚΑΙ εμείς. Φταίμε γιατί βολευτήκαμε. Φταίμε γιατί αντικαταστήσαμε τα ιδεώδη με τα τζιπ 4Χ4. Φταίμε γιατί δεν χάνουμε τη βολή μας, δεν βγαίνουμε απ΄ τον δρόμο μας, δεν απλώνουμε το χέρι, δεν στηρίζουμε τον φίλο, δεν βοηθάμε τον διπλανό. (Και μετά απορούμε γιατί ο διπλανός δεν βοηθάει εμάς.)

Φταίμε ΚΑΙ εμείς. Εμείς που μάθαμε- και μας μάθανε- στο ρουσφέτι. Διόρισέ με να σε ψηφίσω. Δώσε μου να σου δώσω. Χέρι με χέρι. Γιατί τι άλλο να κάνω; Πώς αλλιώς να αμυνθώ; Οταν το παιδί του διπλανού μου τρύπωσε στο Δημόσιο από την πίσω πόρτα, εγώ ώς πότε θα χτυπάω σαν μαλάκας το κουδούνι της εισόδου; Κι έτσι δεν ψηφίζω αυτό που πρέπει. Ψηφίζω αυτόν που με συμφέρει. Συναλλαγή. Συνδιαλλαγή. Και μετά αναρωτιέμαι γιατί πάω κατά διαόλου...

Και την Εφορία γιατί να την πληρώσεις, όταν μπορείς κάλλιστα να την κλέψεις; Μαύρα λεφτά, ψεύτικα τιμολόγια, πλασματικές αγοραπωλησίες, μίζες και λαδώματα. Γιατί να πληρώσεις όταν τα λεφτά σου θα καταλήξουν σε ξένη τσέπη; Αντί να σε κλέψει ο άλλος, κλέβεις εσύ. Απλά πραγματάκια. Στοιχειώδη. Της (παλιάς) Α΄ Δημοτικού: Λόλα, να ένα μήλο. Ελλη, να ένα άλλο! Πάρε το μήλο και δώσε μου το «ανταποδοτικό τέλος». Συναλλαγή... Συνδιαλλαγή... Φταίμε ΚΑΙ εμείς... Το ξέρω πως δεν μας αρέσει να το ακούμε.

Ομως ο καθρέφτης είναι μπροστά μας. Κι ήρθε η ώρα να βγάλουμε τα μαύρα γυαλιά και να τον κοιτάξουμε κατάματα.

ΕΝΑΣ ΒΟΛΕΜΕΝΟΣ λαός είναι ένας ηττημένος λαός... Αυτό μας μάθανε και οι γενιές που πολέμησαν και οι γενιές που βολεύτηκαν. Και οι γενιές που έχτισαν και οι γενιές που γκρέμισαν. Γιατί και το βόλεμα και το γκρέμισμα, μαθήματα ιστορίας είναι. Φτάνει να βγάλουμε τα μαύρα γυαλιά. Βράδιασε και δεν βλέπουμε ούτε τη μύτη μας... Νύχτωσε και δεν βλέπουμε ούτε την κληρονομιά μας...

Και μόνο τότε θα μπορέσουμε να τραγουδήσουμε ξανά... Για μια Ρωμιοσύνη που αντρειεύει και θεριεύει... Και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου!