Ρωσία του 15ου αιώνα. Η χώρα ήταν στα χέρια των Μογγόλων. Ένας χωρικός και η γυναίκα του περπατούν σ’ ένα βρώμικο χωματόδρομο, γεμάτο από σκόνη. Σταματάει τότε δίπλα τους ένα έφιππος, Μογγόλος πολεμιστής. Απειλεί τον χωρικό και ορμά να βιάσει τη γυναίκα του. Αλλά θέτει και τους όρους του: «Επειδή ο δρόμος έχει πολλή σκόνη, θέλω εσύ να μου κρατάς κλειστά τα ματιά την ώρα που το κάνω, για να μη σκονίζονται». Λίγο αργότερα τελειώνει ο βιασμός. Ο Μογγόλος φεύγει με το άλογό του. Όμως ο χωρικός αρχίζει να γελάει. Πανηγυρίζει. Τη στιγμή εκείνη τον ρωτάει έκπληκτη η γυναίκα του: «Πως μπορείς να πανηγυρίζεις που με βίασαν, με τόσο κτηνώδη τρόπο!» Κι ο χωρικός της λέει: «αφού είχα τα δάχτυλά μου ανοιχτά και την παλάμη μου σχεδόν στον αέρα, τα… μάτια του
γεμίσανε σκόνη!
Τα τρία, συνεργαζόμενα κόμματα ενσαρκώνουν επιτυχώς το ρόλο του χωρικού στη σημερινή πολιτική σκηνή. Όταν ο Μογγόλος κατακτητής, τουτέστιν οι δανειστές μας, σύμφωνα με την επίσημη προσφιλή ορολογία, βάζει την κυβέρνηση να προστατεύει το πρόσωπο από τη σκόνη, αυτή, ύστερα από κάθε βιασμό της χωρικής (φτωχοδιαβόλων) πανηγυρίζει γιατί τους κατατρόπωσε, αφήνοντας λίγη βρωμιά να περάσει μέσα απ’ τα δάχτυλα. Με την αγαστή σύμπραξη μιας αριστεράς που πέταξε τους εργαζόμενους στα σκουπίδια και βαυκαλίζεται με οικολογίες και πέτρες στα καζανάκια. Με τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων που δημιουργούν έναν ανύπαρκτο κόσμο καταστρέφοντας τον πραγματικό. Με τους συνδικαλιστικές ηγεσίες που λειαίνουν το κορμί τους για τις δερμάτινες καρέκλες του μέλλοντος.
Το παραπάνω πολιτικό ανέκδοτο μοιάζει να αποκαλύπτει κάποιες μεγαλειώδεις ανθρώπινες συμπεριφορές. Την εξουσία και τον πλούτο που ουδόλως έχουν ηθικές αναστολές, αλλά μπόλικη δίψα για να ικανοποιήσουν κάθε διαστροφή τους. Τους υπαλλήλους τους που με σπουδή την προστατεύουν, αφήνοντας επιμελώς κάθε τόσο την εντύπωση ότι την υποσκάπτουν. Τον λαό που αφήνεται (;) στα χέρια του βιαστή του περιμένοντας τον προστάτη να δράσει και να βγάλει τον φίδι απ’ την τρύπα εμποδίζοντας το βιασμό.
Η σημερινή αδίστακτη επιβολή της ακραιφνούς οικονομίας της αγοράς διανοίγεται μέσα από κάποιο τραύμα, φυσικό, πολεμικό, οικονομικό. Είναι η μέθοδος του σοκ. Σαν και της Κύπρου. Ενός βιασμού που αναγκάζει τους ανθρώπους να αποτινάξουν τις παλιές συνήθειές τους μετατρέποντας τους σε μια ιδεολογική tabula rasa. Σε επιζώντες του ίδιου τού συμβολικού τους θανάτου. Αμήχανους να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα. Αφημένοι σε κάθε ιδεολογική χημειοθεραπεία με τη συνδρομή μητροπολιτών και νταβατζήδων της ψυχοφελούς και κούφιας ρητορείας περί σωτηρίας της πατρίδας.
Με τους περιφεριακούς του ιδεολογικούς μηχανισμούς το κατεστημένο ποντάρει στο παθολογικό μίσος του μικροαστού για την εξέγερση. Από την πιο ξεφτισμένη περσόνα του δημόσιου βίου μέχρι τις κυρίες της σοβαρής δημοσιογραφίας ακούγονται κραυγούλες και ουρλιαχτά, πως οι επαναστάσεις είναι ντεμοντέ κι ο κόσμος δε γυρνά πίσω, την ίδια ώρα που υπερασπίζονται ένα πυρηνικό σύστημα ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Την ίδια ώρα που αντιμετωπίζουν με τον πιο κτηνώδη τρόπο τον πολιτισμό της εργασίας. Αφήνοντας το μεγάλο πρόβλημα του νοήματος στη θρησκεία, η οποία επανεφευρίσκει σήμερα το ρόλο της, ανακαλύπτοντας εκ νέου την αποστολή της, ως ο παράγοντας ο οποίος εγγυάται μια ζωή με νόημα σε όσους μετέχουν στην άνευ νοήματος λειτουργίας της μηχανής. Την ώρα που οι πολιτικές κουβέντες εξατμίζονται σε άγονες γκρίνιες που λειτουργούν ως παραβάν της εξαθλίωσης ενός κόσμου αφημένου στις καλές προθέσεις του εκάστοτε βιαστή.
Όμως, το μεγάλο αγκάθι που τριβελίζει ντόπιους και ξένους εκμεταλλευτές, το μεγάλο αγκάθι στη σέλα του Μογγόλου κατακτητή, θα είναι πάντα ο φόβος μιας νέας εποποιίας αντίστασης, ενός αμιγώς λαϊκού άθλου που συμβαίνει πάντα ερήμην θεσμών και άνωθεν εντολών…