Ο γηραιότερος άνθρωπος που πέθανε στη Γη -τουλάχιστον με βάση τα
αποδεδειγμένα στοιχεία- ήταν η Γαλλίδα Ζαν Καλμάν, η οποία απεβίωσε το
1997 σε ηλικία 122 ετών,
έχοντας γεννηθεί προτού κτισθεί ο πύργος του 'Αϊφελ. Παρόλο που το
προσδόκιμο ζωής εμφανίζει τάση ανόδου, η πιθανότητα να φθάσει κανείς
-και πολύ περισσότερο να ξεπεράσει- τα χρόνια της είναι μηδαμινή.
H Γαλλίδα Ζαν Καλμάν, η οποία απεβίωσε το 1997 σε ηλικία 122 ετών
Σύμφωνα με μια νέα -επίμαχη για μερικούς- επιστημονική έρευνα, η
ανθρωπότητα πιθανώς έχει «πιάσει ταβάνι», όσον αφορά τη διάρκεια της
ανθρώπινης ζωής. Για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων αυτή η
«οροφή» σήμερα είναι τα 115 χρόνια. Η πιθανότητα ενός ανθρώπου να ζήσει
έως την ηλικία των 125 ετών, είναι μικρότερη από μία στις 10.000.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιαν Βιγκ του Τμήματος Γενετικής του Κολλεγίου Ιατρικής 'Αλμπερτ Αϊνστάιν της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», ανέλυσαν τα παγκόσμια δημογραφικά δεδομένα και μετά εστίασαν σε ορισμένες χώρες (Ιαπωνία, Γαλλία, ΗΠΑ, Βρετανία), όσον αφορά τις μέγιστες ηλικίας θανάτου που έχουν καταγραφεί στη Διεθνή Βάση Δεδομένων Μακροζωΐας. Οι τέσσερις αυτές χώρες έχουν αναλογικά τον
μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων άνω των 110 ετών.
Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι τόσο το προσδόκιμο της ανθρώπινης ζωής όσο και η μέγιστη ηλικία θανάτου εμφάνισαν σταθερή αύξηση κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, χάρη στα εμβόλια, τα αντιβιοτικά, τις καλύτερες συνθήκες διατροφής και υγιεινής κ.α, ενισχύοντας έτσι την θεωρία ότι η διάρκεια της ζωής μας μπορεί να μην έχει κάποιο εγγενές φυσικό όριο.
Όμως, η έρευνα αποκαλύπτει επίσης ότι αυτή η σταδιακή βελτίωση στην επιβίωση έχει εμφανίσει μια επιβράδυνση κατά τις τελευταίες δεκαετίες (το αποκορύφωμα ήταν περίπου το 1980). Ακόμη, ενώ καταγράφεται μια διαχρονική βελτίωση στο προσδόκιμο ζωής του μέσου ανθρώπου από τα 70 έως τα 100 (δηλαδή όλο και περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο ζουν τόσα χρόνια), μετά τα 100 η βελτίωση μειώνεται πλέον δραστικά. Οι άνθρωποι που φθάνουν σήμερα τα 110, δεν έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής από όσους έφθαναν στην ίδια ηλικία το 1970.
Από την άλλη, η μέγιστη ηλικία θανάτου αυξήθηκε σταδιακά μετά το 1970 (περίπου κατά 0,15 χρόνια ανά έτος) και φαίνεται να έφθασε διεθνώς σε ένα μέγιστο κατά το τέλος του 20ού αιώνα, περίπου όταν πέθανε η Ζαν Καλμάν. Αλλά έκτοτε, στη διάρκεια του 21ού αιώνα, δεν φαίνονται περαιτέρω βελτιώσεις στη μέγιστη διάρκεια της ζωής. Γι' αυτό, άλλωστε, έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από το θάνατο της υπεραιωνόβιας Γαλλίδας, αλλά στο μεταξύ κανείς άλλος άνθρωπος στη Γη δεν πέθανε σε μεγαλύτερη ηλικία από αυτήν (τουλάχιστον με βάση τα επίσημα αρχεία), πράγμα που καθιστά την ίδια μια εντυπωσιακή στατιστική εξαίρεση.
Σήμερα η μέση μέγιστη ηλικία θανάτου είναι τα 115 έτη και οι επιστήμονες προβλέπουν ότι θα παραμείνει ίδια για αρκετά ακόμη χρόνια. Στην εποχή μας ως γηραιότερος εν ζωή άνθρωπος θεωρείται η ιταλίδα Έμα Μοράνο, 116 ετών.
Αυτές οι δύο σχεδόν παράλληλες εξελίξεις (η επιβράδυνση στη βελτίωση τόσο του μέσου προσδόκιμου ζωής, όσο και της μέγιστης ηλικίας θανάτου), κατά τους ερευνητές, είναι πιθανό -αλλά όχι βέβαιο- ότι υποδηλώνουν πως η ανθρώπινη ζωή έχει τελικά ένα φυσικό όριο στη διάρκειά της. Το όριο αυτό είναι απίθανο να το ξεπεράσει κανείς - τουλάχιστον όχι χωρίς έξωθεν βοήθεια από την επιστήμη και την τεχνολογία.
«Για πρώτη φορά στην ιστορία φαίνεται πως η μέγιστη διάρκεια της ζωής -το ταβάνι, το όριο- είναι περίπου τα 115. Είναι σχεδόν αδύνατο να ζήσει κάποιος πέρα από αυτή την ηλικία. Θα χρειάζονταν 10.000 πλανήτες σαν τον δικό μας για να βρούμε κάποιον που θα ζήσει έως τα 125 - μια πολύ μικρή πιθανότητα. Από εδώ και πέρα, οι άνθρωποι δεν θα ξεπερνάνε τα 115», δήλωσε ο Βιγκ.
Αντίθετα με τη μέση διάρκεια ζωής ενός είδους, η οποία μπορεί να εμφανίσει αύξηση, πολλοί βιολόγοι θεωρούν ότι η μέγιστη διάρκεια ζωής είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό. Με την άποψη αυτή όμως δεν συμφωνούν όλοι, καθώς θεωρούν ότι υπάρχουν περιθώρια αύξησης και στην «οροφή» της διάρκειας της ζωής, κυρίως μέσω γενετικών και φαρμακευτικών παρεμβάσεων που θα επιβραδύνουν συνολικά το ρυθμό της γήρανσης.
Οι ερευνητές πάντως επισημαίνουν ότι μολονότι δεν υπάρχει κάποια σοβαρή επιστημονική αιτία για να μην πετύχουν τέτοιες προσπάθειες, το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο, επειδή η διάρκεια της ζωής των ανθρώπων - τόσο η μέση όσο κυρίως η μέγιστη- καθορίζονται από μυριάδες διαφορετικούς γενετικούς παράγοντες.
Πηγή: www.protothema.gr
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιαν Βιγκ του Τμήματος Γενετικής του Κολλεγίου Ιατρικής 'Αλμπερτ Αϊνστάιν της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», ανέλυσαν τα παγκόσμια δημογραφικά δεδομένα και μετά εστίασαν σε ορισμένες χώρες (Ιαπωνία, Γαλλία, ΗΠΑ, Βρετανία), όσον αφορά τις μέγιστες ηλικίας θανάτου που έχουν καταγραφεί στη Διεθνή Βάση Δεδομένων Μακροζωΐας. Οι τέσσερις αυτές χώρες έχουν αναλογικά τον
μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων άνω των 110 ετών.
Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι τόσο το προσδόκιμο της ανθρώπινης ζωής όσο και η μέγιστη ηλικία θανάτου εμφάνισαν σταθερή αύξηση κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, χάρη στα εμβόλια, τα αντιβιοτικά, τις καλύτερες συνθήκες διατροφής και υγιεινής κ.α, ενισχύοντας έτσι την θεωρία ότι η διάρκεια της ζωής μας μπορεί να μην έχει κάποιο εγγενές φυσικό όριο.
Όμως, η έρευνα αποκαλύπτει επίσης ότι αυτή η σταδιακή βελτίωση στην επιβίωση έχει εμφανίσει μια επιβράδυνση κατά τις τελευταίες δεκαετίες (το αποκορύφωμα ήταν περίπου το 1980). Ακόμη, ενώ καταγράφεται μια διαχρονική βελτίωση στο προσδόκιμο ζωής του μέσου ανθρώπου από τα 70 έως τα 100 (δηλαδή όλο και περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο ζουν τόσα χρόνια), μετά τα 100 η βελτίωση μειώνεται πλέον δραστικά. Οι άνθρωποι που φθάνουν σήμερα τα 110, δεν έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής από όσους έφθαναν στην ίδια ηλικία το 1970.
Από την άλλη, η μέγιστη ηλικία θανάτου αυξήθηκε σταδιακά μετά το 1970 (περίπου κατά 0,15 χρόνια ανά έτος) και φαίνεται να έφθασε διεθνώς σε ένα μέγιστο κατά το τέλος του 20ού αιώνα, περίπου όταν πέθανε η Ζαν Καλμάν. Αλλά έκτοτε, στη διάρκεια του 21ού αιώνα, δεν φαίνονται περαιτέρω βελτιώσεις στη μέγιστη διάρκεια της ζωής. Γι' αυτό, άλλωστε, έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από το θάνατο της υπεραιωνόβιας Γαλλίδας, αλλά στο μεταξύ κανείς άλλος άνθρωπος στη Γη δεν πέθανε σε μεγαλύτερη ηλικία από αυτήν (τουλάχιστον με βάση τα επίσημα αρχεία), πράγμα που καθιστά την ίδια μια εντυπωσιακή στατιστική εξαίρεση.
Σήμερα η μέση μέγιστη ηλικία θανάτου είναι τα 115 έτη και οι επιστήμονες προβλέπουν ότι θα παραμείνει ίδια για αρκετά ακόμη χρόνια. Στην εποχή μας ως γηραιότερος εν ζωή άνθρωπος θεωρείται η ιταλίδα Έμα Μοράνο, 116 ετών.
Αυτές οι δύο σχεδόν παράλληλες εξελίξεις (η επιβράδυνση στη βελτίωση τόσο του μέσου προσδόκιμου ζωής, όσο και της μέγιστης ηλικίας θανάτου), κατά τους ερευνητές, είναι πιθανό -αλλά όχι βέβαιο- ότι υποδηλώνουν πως η ανθρώπινη ζωή έχει τελικά ένα φυσικό όριο στη διάρκειά της. Το όριο αυτό είναι απίθανο να το ξεπεράσει κανείς - τουλάχιστον όχι χωρίς έξωθεν βοήθεια από την επιστήμη και την τεχνολογία.
«Για πρώτη φορά στην ιστορία φαίνεται πως η μέγιστη διάρκεια της ζωής -το ταβάνι, το όριο- είναι περίπου τα 115. Είναι σχεδόν αδύνατο να ζήσει κάποιος πέρα από αυτή την ηλικία. Θα χρειάζονταν 10.000 πλανήτες σαν τον δικό μας για να βρούμε κάποιον που θα ζήσει έως τα 125 - μια πολύ μικρή πιθανότητα. Από εδώ και πέρα, οι άνθρωποι δεν θα ξεπερνάνε τα 115», δήλωσε ο Βιγκ.
Αντίθετα με τη μέση διάρκεια ζωής ενός είδους, η οποία μπορεί να εμφανίσει αύξηση, πολλοί βιολόγοι θεωρούν ότι η μέγιστη διάρκεια ζωής είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό. Με την άποψη αυτή όμως δεν συμφωνούν όλοι, καθώς θεωρούν ότι υπάρχουν περιθώρια αύξησης και στην «οροφή» της διάρκειας της ζωής, κυρίως μέσω γενετικών και φαρμακευτικών παρεμβάσεων που θα επιβραδύνουν συνολικά το ρυθμό της γήρανσης.
Οι ερευνητές πάντως επισημαίνουν ότι μολονότι δεν υπάρχει κάποια σοβαρή επιστημονική αιτία για να μην πετύχουν τέτοιες προσπάθειες, το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο, επειδή η διάρκεια της ζωής των ανθρώπων - τόσο η μέση όσο κυρίως η μέγιστη- καθορίζονται από μυριάδες διαφορετικούς γενετικούς παράγοντες.
Πηγή: www.protothema.gr