«Αχαρνής» του Αριστοφάνη
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Παρασκευή 23, Σάββατο 24, Ιουλίου στις 9.00 μμ.
Η Πολιτική Κωμωδία του Αριστοφάνη, «Αχαρνής», είναι η καλοκαιρινή παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Το έργο ανεβαίνει σε μετάφραση Κ.Χ. Μύρη και σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη.
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμηνεύουν: Δικαιόπολις: Σταμάτης Κραουνάκης, Λάμαχος: Γρηγόρης Βαλτινός, Μεγαρίτης: Κώστας Βουτσάς.
Η Υπόθεση του έργου
Βρισκόμαστε στον έκτο χρόνο του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Οι συνέπειες του πολέμου πλήττουν καίρια τον αγροτικό πληθυσμό, ο οποίος, αναγκασμένος να ζει εντός των τειχών, βλέπει τη γη του να καταστρέφεται. Ο Αθηναίος αγρότης Δικαιόπολις απογοητευμένος από τους συμπολίτες του που αδρανούν και αγανακτισμένος με τους πολιτικούς που αδιαφορούν για το κοινό συμφέρον και οδηγούν την πόλη στην καταστροφή αποφασίζει να κλείσει συνθήκη «ιδιωτική» ειρήνης με τη Σπάρτη για τον ίδιο και την οικογένειά του. Εξοργισμένοι οι καρβουνιάρηδες του δήμου των Αχαρνών, μόλις το πληροφορούνται, κυνηγούν τον «προδότη» για να τον τιμωρήσουν. Ο Δικαιόπολις θα ζητήσει τη βοήθεια του Ευριπίδη για να τους αντιμετωπίσει, θα μεταχειριστεί κάθε μέσο για να επιβάλει την ειρήνη του και δεν θα διστάσει να τα βάλει ακόμη και με τον φιλοπόλεμο στρατηγό, Λάμαχο, τον πιο ισχυρό υπερασπιστή του πολέμου.
Σκέψεις για το έργο και τη σκηνοθεσία
Ι . Οι Αχαρνής, έργο της νεανικής περιόδου του δημιουργού του, είναι ένα κείμενο που φωτίζει με έναν έξοχο τρόπο τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιβιώνει στα κρίσιμα όρια της υπάρξεώς του.
Η μοναχικότητα του δικαιώματος στην προσωπική ειρήνη με τον εχθρό, όταν συγκρούεται με τις κρατικές συντεταγμένες και τις ιστορικές συνθήκες, παράγει ένα σπινθήρα που ή ακραία κωμικός ή ακραία τραγικός μπορεί να είναι. Όταν συμβαίνουν και τα δύο, μιλάμε για το αριστούργημα μιας ιδιοφυίας που στοχάζεται πάνω στην εύθραυστη επικαιρότητα των θεσμών και στην αδυναμία τους να τιθασεύσουν τα αρχέγονα δικαιώματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η προσωπική ειρήνη του Δικαιόπολι, προσπερνώντας τις κατηγορίες περί προδοσίας, ανακηρύσσει ως πρωταρχικές τις αξίες της γης και της ευγονίας και δεν είναι τυχαίο που ένας γεωργός τις προτάσσει ενάντια στον πόλεμο και την καταστροφή.
Το έργο είναι δραματικά επίκαιρο σε συνθήκες ηθικής πτώσης και πολιτισμικής παρακμής που συνοδεύουν πάντοτε την οικονομική κρίση. Ειδικότερα όταν η τελευταία οργανώνεται από τα ίδια συμφέροντα που επωφελούνται από την βαρβαρότητα και τον πόλεμο και οδηγούν στην ανθρώπινη εξαθλίωση και δυστυχία.
ΙΙ. Η σκηνοθεσία επέλεξε να φέρει το έργο στο σήμερα. Επιχειρώντας μια τομή στην ελληνική διαχρονία, επιβεβαιώνεται η παθογένεια και οι εμμονές ενός υπερτροφικού εγώ, που αντιμάχεται τη συλλογικότητα και όποιους θεσμούς νομιμοποιούν ως πρώτιστο επίτευγμα τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Η αντιστοιχία του τότε με το σήμερα, ανατριχιαστική. Πόλεμος -στρατιωτικός και οικονομικός- κρίση του πολιτεύματος, δημοκρατία υψηλού κινδύνου, το πολιτικό προσωπικό σε αμφισβήτηση, ηθική πτώση και πολιτισμική παρακμή. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Δικαιόπολις επιχειρεί το ατομικό του εγχείρημα. Μία πράξη που φέρει την ποιότητα του απελπισμένου, το δικαίωμα της απόγνωσης, αλλά και το σπέρμα του αμοραλισμού, να κυοφορεί κάτι εξόχως επικίνδυνο, στον πυρήνα του κατορθώματος: από την πράξη του Δικαιόπολι ωφελείται ο ίδιος και η οικογένειά του. Δεν πρόκειται για συλλογική έξοδο από την κατάρρευση της πόλης, αλλά για επιτυχία μιας ιδιωτείας που αποθεώνεται, αλλά δεν προσφέρει. Δεν είναι τυχαίο που ο γεωργός Δικαιόπολις μετά την παράβαση αλλάζει οικονομική βάση και γίνεται μεταπράτης, πωλητής προϊόντων της γης, ένας μπακάλης. Από εκείνο το σημείο θα ρυθμίζει τις προσφορές, θα ανοίγει την κάνουλα της ειρήνης, κατά το δοκούν, συντρίβοντας τον capitano Λάμαχο, μία κωμικοτραγική εκδοχή ενός θρασύδειλου, άκαπνου πολέμαρχου, παλαιάς κοπής, ενός θαμπού εθνικιστή (;).
Ο Χορός -ένα οργανωμένο χάος- εισέρχεται στη σκηνή οργισμένος, επιθετικός, αδιάλλακτος. Όμως ο Δικαιόπολις θα τον αντιμετωπίσει με θάρρος και με θράσος, θα τον πείσει μεταμφιεζόμενος σε ήρωα του γοητευτικού μεγάλου Αρνητικού της εποχής, του Ευριπίδη. Καθώς ρέει το κρασί και τα κοψίδια σπάνε τις μύτες, ο Χορός μεταστρέφεται, αρνείται τον Λάμαχο και χορεύει συστρεφόμενος, στις παγανιστικές φούρλες του Δικαιόπολι. Έχουμε πια ελεύθερη αγορά, γιορτινά ρούχα, χρώματα, λαμπιόνια, βεγγαλικά, ένα πανηγύρι στη σκηνή. Όμως, πέρα εκεί ο πόλεμος συνεχίζεται. Το κάρο του Δικαιόπολι -όπως και αυτό της Μάννας Κουράγιο- δείχνει να εξαντλεί τα ειρηνικά του πολεμοφόδια.
Η άγρια διαπόμπευση του Λάμαχου, που κερδίζει επάξια τον ρόλο του αποδιοπομπαίου, αποφορτίζει την κοινότητα (;) Μια αίσθηση μετεωρισμού απομένει στο μεθεόρτιο τοπίο, ένα κοινό αίσθημα θολό και ζαλισμένο, όπως το παιδί του τέλους, με το μικρό βεγγαλικό του παγωτού και το πλαστικό σημαιάκι στα αμήχανα χέρια του. Και πάνω ψηλά στα πλακάτ της παράβασης ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Λαμπράκης, με το ανεξίτηλο σήμα της ειρήνης. Φωτεινά μετέωρα, κεράκια εφημερίας, που κρατούν αναμμένο τον πολυέλαιο του Έθνους. Λίγο πιο κάτω στα χώματα, συμπλεκόμενοι και διαπλεκόμενοι τραγικοί zanni μιας real politik, Βουλευτάκια της φακής, διαχειριστές της μπίζνας, του μεγάλου χρέους, Ελλάδα, Duty Free, αποικία.
Σωτήρης Χατζάκης
Θεσσαλονίκη Ιούνιος 2010