πολλά χρήµατα. Εκτός από τους παραδοσιακούς πελάτες που είναι κυρίως Αµερικανοί, µια νέα αγορά έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια που συντηρεί το ρεύµα προς τα πολυτελή ξενοδοχεία. Πρόκειται για εύπορους τουρίστες από τις χώρες της Αν. Ευρώπης και κυρίως τη Ρωσία. «Αυτό το επίπεδο του τουρισµού πάει καλά» τονίζει ο κ. Σ. Κοκοτός, ιδρυτής των πολυτελών ξενοδοχείων Elounda Luxury Hotels & Resorts στην Κρήτη και επίτιµος πρόεδρος του Συνδέσµου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), εξηγώντας ότι ο δείκτης για τα ξενοδοχεία είναι πάντα οι επαναλαµβανόµενοι πελάτες. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι «να είµαστε αυτό που διαφηµίζουµε και να το βελτιώνουµε συνέχεια. Ο πελάτης περιµένει πάντα η δαπάνη του να είναι ανταποδοτική» προσθέτει, ενώ σηµειώνει ότι «ο ποιοτικός τουρισµός είναι µονόδροµος για την Ελλάδα. Ο άλλος δρόµος είναι το “all inclusive” και εκεί δεν µπορούµε να συναγωνιστούµε τους ανταγωνιστές» υπογραµµίζει, λέγοντας ότι η χώρα έχει την τεχνογνωσία και την εµπειρία στον τοµέα αλλά και το φυσικό περιβάλλον για να έχει συγκριτικό πλεονέκτηµα στον ποιοτικό τουρισµό.
Ωστόσο επισηµαίνει την ανάγκη βελτίωσης τόσο των παρεχοµένων υπηρεσιών όσο και των υποδοµών, λέγοντας ότι «έξω από το ξενοδοχείο υπάρχει χάος».«Τα πολυτελή ξενοδοχεία πήγαν καλά» σηµειώνει ο κ. Χ. Στεργίου, ιδρυτής της εταιρείας True Greece, που δραστηριοποιείται στα πολυτελή ταξίδια µε πελάτες κυρίως από την αµερικανική αγορά. Χρειάζονται «άριστες υπηρεσίες» τονίζει, «έχουµε όµορφα ξενοδοχεία».Ωστόσο αναφερόµενος στις απεργίες που «ταλαιπώρησαν» τη χώρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εξηγεί ότι «για τους Αµερικανούς η Ελλάδα θεωρείται “εξωτικός” προορισµός και δεν έχουν αντοχή στο ρίσκο», ενώ οι Ευρωπαίοι έχουν µια πιο ξεκάθαρη εικόνα και µπορεί να µεταθέσουν χρονικά την επίσκεψή τους. Η πλειονότητα των αµερικανών επισκεπτών υψηλού εισοδήµατος που έρχονται στην Ελλάδα επισκέπτεται τα ξενοδοχεία της Σαντορίνης, της Μυκόνου και της Κρήτης. Εφέτος µάλιστα η τάση ήταν «αυξητική» σε όγκο και δαπάνη, µε τη διάρκεια παραµονής να φθάνει τις 11-12 ηµέρες. Αντιστοίχως υπολογίζει ότι η µέση δαπάνη ανά επισκέπτη, για το ξενοδοχείο, τη µεταφορά του και ξεναγήσεις που µπορεί να έχει προγραµµατίσει, κυµαίνεται στα 500 ευρώ την ηµέρα, ενώ εκτός από τους Αµερικανούς, τελευταία και οι Ρώσοι εντάσσονται στην κατηγορία τουριστών µε υψηλές δαπάνες (high spenders), µια αγορά που διευρύνεται κάθε χρόνο στη χώρα. Από την άλλη, σύµφωνα µε µελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), το προφίλ των ξένων τουριστών στην Ελλάδα είναι νεαρής ηλικίας και δαπανά κατά µέσον όρο από 58 ως 67 ευρώ την ηµέρα.
Την ίδια ώρα ο κ. Κοκοτός επιβεβαιώνει την αλλαγή της «σύνθεσης» του «ακριβού τουρισµού» τα τελευταία χρόνια. Οι «νέοι ακριβοί πελάτες» προέρχονται από τις χώρες του πρώην ανατολικού µπλοκ (Ρωσία, Βουλγαρία, Πολωνία κ.ά.), σε αντίθεση µε τους «παλιούς» που ήταν από χώρες της ∆υτικής Ευρώπης (Γερµανία, Βρετανία). Κάθε χώρα «έχει άλλες προδιαγραφές» αναφέρει ο κ. Κοκοτός και επισηµαίνει τη διαφορά του «ακριβού πελάτη που έχει βαθιά γνώση» και εκείνου που δεν έχει. Ενώ συµπληρώνει ότι χρειάζονται «πιο υψηλές προδιαγραφές από τους επιχειρηµατίες», αλλά και οι διεθνείς αλυσίδες να κάνουν την είσοδό τους στη χώρα. Ο λόγος για τον οποίο δεν έχει συµβεί αυτό είναι ότι οι διεθνείς εταιρείες«έχουν υψηλές προδιαγραφές οικοδοµικές και λειτουργικές, τις οποίες ο έλληνας επιχειρηµατίας δεν µπορεί να σηκώσει ακόµη, αφού το εργατικό κόστος στην Ελλάδα είναι το ακριβότερο στη Μεσόγειο» καταλήγει.
Ελληνες, Ρώσοι, Γερµανοί, Ιταλοί, Γάλλοι και Βρετανοί συνιστούν την πλειονότητα των πελατών του πολυτελούς τουριστικού συγκροτήµατος Navarino Dunes της Costa Navarino στη Μεσσηνία, µε µέση διαµονή πέντε ηµέρες, σηµειώνει ο κ. Π. Αλατσάς, γενικός διευθυντής της Starwood Hotels and Resorts Costa Navarino. Ο ίδιος τονίζει ότι η Ελλάδα έχει «απεριόριστες δυνατότητες καθιέρωσης ως κυρίαρχος τουριστικός προορισµός», προσθέτει όµως ότι «ο ελληνικός τουρισµός δυστυχώς αποτελεί έναν τοµέα αναξιοποίητο και υπό προβληµατική διαχείριση».
1.500 ευρώ την ημέρα για μια σουίτα
«Η σεζόν εξελίσσεται καλά» σηµειώνει ο πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Μυκόνου και αντιπρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιµελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) κ. Α. Φιορεντίνος. Από στοιχεία της ΥΠΑ τον Ιούλιο οι αεροπορικές αφίξεις ανήλθαν στις 64.000 (σε σύγκριση µε 54.277 το 2010), µε αύξηση 18% σε πτήσεις χαµηλού κόστους, τσάρτερ και ιδιωτικές και 24% σε πτήσεις εσωτερικού, ενώ στο σύνολο της χρονιάς υπολογίζεται ότι το νησί θα δεχθεί πάνω από δύο εκατ. τουρίστες. Την ίδια περίοδο και οι πληρότητες των ξενοδοχείων αυξήθηκαν κατά 10%, µε προτίµηση στις κατηγορίες τεσσάρων και πέντε αστέρων. Στα ξενοδοχεία πέντε αστέρων η διαµονή κυµαίνεται από πέντε ως επτά ηµέρες και η µέση τιµή δωµατίου στα 400 ευρώ.uni00A0Η Μύκονος έχει 11 µονάδες πέντε αστέρων, µε δυναµικότητα 1.800 κλίνες, καλύπτοντας το µεγαλύτερο µερίδιο των κλινών που έχουν οι Κυκλάδες (2.800 κλίνες), ενώ η Σαντορίνη έχει 668 κλίνες.
«Σαφές προβάδισµα» στην «ακριβή uni00A0πελατεία» έχουν οι Αµερικανοί και οι ∆υτικοευρωπαίοι, σηµειώνει, ενώ υπογραµµίζει τα «τεράστια περιθώρια» αύξησης της προσέλευσης τουριστών υψηλού εισοδηµατικού επιπέδου. «Πολύ καλή» σεζόν, ειδικά για τα πολυτελή καταλύµατα, χαρακτηρίζει την εφετινή ο γραµµατέας της Ενωσης Ξενοδόχων Σαντορίνης κ. Μ. Καραµολέγκος, εξηγώντας ότι στο νησί «µικρές µονάδες καταφέρνουν να προσφέρουν υψηλές υπηρεσίες». Πολλές από αυτές έχουν διακριθεί τόσο από το κοινό όσο και από ταξιδιωτικούς οργανισµούς, ενώ έχουν φιλοξενηθεί σε εκδόσεις, όπως το συγκρότηµα Perivolas στην Οία, που έχει γίνει τέσσερις φορές εξώφυλλο στο «Conde Nast Traveller» και περιλαµβάνεται στη Χρυσή Λίστα 2011. Οι τιµές των πολυτελών ξενοδοχείων αρχίζουν από 150 ευρώ για ένα δίκλινο δωµάτιο τη χαµηλή περίοδο και µπορεί να φθάσουν για µια σουίτα στα 1.500 ευρώ την υψηλή σεζόν, ενώ κάποιες µονάδες έχουν παρατείνει την περίοδο λειτουργίας τους από τον Μάρτιο ως τον Νοέµβριο. Τελευταία στην πελατεία υψηλού εισοδήµατος του νησιού (Αµερικανοί, Καναδοί, Αυστραλοί και Βρετανοί) έχουν προστεθεί και Ρώσοι, ενώ πολλοί έρχονται µε ιδιωτικές πτήσεις.