Όταν έφτασαν οι Καίσαρες από τις Βρυξέλλες και παραμάζωξαν τον κόσμο στις γυάλινες αρένες έκλεισα τα μάτια και τ’ αυτιά μου για λίγο. Να περισωθώ. Να σκεφτώ σαν άνθρωπος, ανθρώπους γύρω μου.
Γνωστούς κι αγνώστους. Ολους αυτούς που υποχρεωθήκαμε ν’ ακούμε πόσο πάμπλουτοι σε θεσμοθετημένη φτώχεια είμαστε, πόσο περισσότερα από μας θα συνεισφέρουν εθελοντικά οι τραπεζίτες στο θηριώδη βωμό, στο θυσιαστήριο της ανθρώπινης υπόστασης.
Εκλεισα για να μην ακούω πόσο θα τρέχουμε τώρα ελεύθεροι σαν υβριδιακά ελαφάκια στο οικολογικό πάρκο της μοδέρνας κερδοσκοπίας με περασμένους χαλκάδες στα τέσσερα πόδια μας, βάρους ενός τόνου σίδερο αλαφρυμένους κατά μερικά κιλά.
Εκλεισα και τη λογική μου γιατί μέρες που είναι θυμάμαι τις αφηγήσεις των πεθαμένων μου γονιών για το μεγάλο πόλεμο. Βομβαρδισμοί, στρατόπεδο συγκέντρωσης… και στα δέκα χρόνια μετά να γεννιέμαι εγώ στο πλυσταριό, πάνω απ’ το μπακάλικο του Ματαράγκα στο Κουκάκι.
Αν η φτώχεια συμπυκνωμένη σε κακοήθεις αριθμούς και άθλια αρκτικόλεξα αθλίων συμφερόντων των καπιταλιστών ήταν, όπως θέλει η επικοινωνιακή τους κατά Μόσιαλον πολιτική, χαλάζι σε συσκευασία χαλικιού, τότε είμαστε όλοι «πλούσιοι» θαμμένοι κάτω από λόφους φτώχειας.
Δεν αντέχω πια όπως πολλοί κάτοικοι της γιγάντιας σε αγώνες ελευθερίας ψωροκώσταινας, μήτε να τους ακούω. Μιλάνε για δισ., κουρέματα, χρέη, κινδύνους, ζώνες και παραζώνες, θυσίες, πατρίδες με λιγότερο σεβασμό απ’ ό,τι οι κοκκινόβρακοι ψαλιδόκωλοι αποικιοκράτες, μίλαγαν σε ιθαγενείς εξωτικών νησιών στον Ειρηνικό Ωκεανό όταν ξεβράζονταν με τα μουσκέτα οπλισμένα απέναντι σε έκπληκτα γυναικόπαιδα με λουλουδάκια και κοχύλια για παιχνίδια.
Ρυτιδιάζουν κι ανάμεσα στα φρύδια τους σχηματίζεται η ιδέα του αγκυλωτού, η αυτοπεποίθηση της ανώτερης τάξης των ληστών, των τοκιστών και σουλατσαδόρων της εξουσίας. Οχι απλώς επειδή κυριαρχεί η Γερμανία στην ΕΕ, αλλά επειδή τη βαθιά ναζιστική της εκδοχή την έχουν μέσα τους ως κίνητρο ζωής και επιβίωσης.
Με κλειστά μάτια κι αυτιά βλέπω κι ακούω τον κύριο Γιώργο που μετά από 28 χρόνια σκουπιδιάρης έσωσε την πατρίδα του παίρνοντας εκκαθαριστικό 15νθημέρου 15 ευρώ.Με κλειστά μάτια κι αυτιά ακούω τη βουβή οργή και την ανέλεγκτη αδιέξοδη ντροπή της Κατερίνας και του Μπάμπη που είναι κι οι δυο άνεργοι δυο χρόνια τώρα, χωρίς πια επίδομα ανεργίας, με δυο κορίτσια στο Δημοτικό. Ο ύπνος τους ο λιγοστός μυρίζει πυρκαγιά.
Αισθάνομαι τις δέκα μανάδες που κάθε μέρα ζητιανεύουν «μια δουλειά για το παιδί» που έφτασε τα είκοσι εφτά κι έχει ήδη νταραβέρια με γιατρούς για την κατάθλιψη.
Μοιράζομαι και μυρίζομαι εκείνη την παραίτηση – οιμωγή του γέρου που στη μοναξιά του, με ευνουχισμένη την ψωροσύνταξη, μου ψιθύρισε: «εγώ ας πεθάνω, κοντά είμαι. Εσείς να δείτε τι θα κάνετε»…
Δε μιλάω για τα παιδιά. Τα μικρά, τα νηστικά και τους εφήβους με την πίκρα σαν υποχρεωτική τσίχλα. Δε μιλάω. Γιατί όποιος μιλήσει πρέπει να κρατάει και όπλα φονικά του οχτρού κι η ώρα δεν έφτασε ακόμα για πολλούς κι αμέτρητους μουγκούς, μα αποφασισμένους…