«Σε μια περίοδο κρίσης, ο πολιτικός οφείλει με ψυχραιμία, με υπευθυνότητα και με μοναδικό γνώμονα τη συνείδησή του, να πράξει το καθήκον του. Αισθάνθηκα στην διάρκεια των ημερών αυτών και μέχρι την στιγμή της ψηφοφορίας ότι το δίλημμα δεν ήταν προσωπικό. Ήταν εθνικό. Δεν αποφάσιζα για το μέλλον μου αλλά για το μέλλον των παιδιών μου.
Και υπήρξε καταλυτικός παράγοντας στην απόφασή μου να υπερψηφίσω τη δανειακή σύμβαση, σηκώνοντας ταυτόχρονα το βάρος μιας απόφασης που ενδεχομένως ορισμένοι συμπολίτες μου θεωρούν λανθασμένη.
Θέλω να διαβεβαιώσω όλους εκείνους που με τίμησαν με την ψήφο τους και κάτω από τη σημαία της παράταξής μας, με όρισαν εκπρόσωπό τους στη Βουλή των Ελλήνων, πως έλαβα υπόψη μου όλους τους προβληματισμούς, την αγωνία και τις θυσίες τους.
Δεν στάθηκε εμπόδιο σ’αυτή μου την επιλογή το όποιο πολιτικό κόστος. Η προοπτική να ζήσει η χώρα μου και οι συμπατριώτες μου στην οικονομική και όχι μόνο απομόνωση, να ζήσουν τα παιδιά μας την φτώχεια και την εξαθλίωση ήταν κάτι παραπάνω από ορατή.
Πίστευα και πιστεύω ότι τους αγώνες πρέπει να τους δίνεις μέσα στο στίβο. Να αγωνίζεσαι και όχι να δραπετεύεις.
Η Ν.Δ. και ο πρόεδρος Αντώνης Σαμαράς, αντιμετωπίζουν με πολιτική γενναιότητα την κρίσιμη αυτή περίοδο για τη χώρα και το απέδειξαν. Ο εύκολος –αντιπολιτευτικά-δρόμος του «όχι» και ο καταλογισμός ευθυνών στο κόμμα που έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού θα ήταν μια επιλογή ίσως ορθή επικοινωνιακά και στενά κομματικά αλλά καταστροφική για τη χώρα. Δεν τον επιλέξαμε. Γιατί θέλουμε να δούμε τη χώρα να στέκεται όρθια, να μην υποκύπτει, να μην λοιδορείται, να μην λεηλατείται.
Θέλουμε και ξέρουμε πως μπορούμε να πετύχουμε την ανάταξη της χώρας και αυτό θα επιδιώξουμε στις προσεχείς εθνικές εκλογές που επιτακτικά ζητούμε και όλοι γνωρίζουν πως αποτελούν πια μονόδρομο».