Η μαγκιά του Νταλάρα
Μια καρέκλα εκτοξεύεται προς τη σκηνή-θα τη δείτε στο βίντεο. Έχουν προηγηθεί γιαούρτια. Και καφέδες. Και εκατοντάδες ύβρεις. Όμως ο Νταλάρας παραμένει εκεί. Και αρνείται να υποχωρήσει μπροστά στην ανώνυμη αλητεία, στον άθλιο τσαμπουκά που θα ιδιοποιηθεί τον χαρακτηρισμό της δίκαιης οργής για να διεκδικήσει αποδοχή.
Τι είναι αυτοί οι τύποι που βρίζουν τον Νταλάρα; Μικρή σημασία έχει, δεν θα μάθουμε ποτέ αν και στα σχόλια από κάτω θα μπουν ένα σωρό βολικές γενικεύσεις με χώρο για όλους. Επίσης θα μας πουν ότι η «δίκαιη οργή» δεν στρέφεται απαραιτήτως κατά του προσώπου, αλλά εναντίον αυτού που συμβολίζει ο Νταλάρας. Δηλαδή τι στο διάολο συμβολίζει ο Νταλάρας; Την τέχνη που ζευγαρώνει με το κατεστημένο; Ωραία, ας πούμε ότι είναι έτσι. Διότι κρατικοδίαιτος δεν υπήρξε. Και μετά; Καρέκλες. Αναπόφευκτα. Έχει μείνει κάτι από την έννοια του μέτρου; Όχι. Όταν η ίδια η υπουργός Παιδείας ζητεί συγγνώμη επειδή επέκρινε τις μούντζες των μαθητών, γιατί να μην νομιμοποιηθεί η καρεκλιά προς τον Νταλάρα; Εν τέλει ας νομιμοποιηθεί το δικαίωμα της αυθαίρετης βίαιης επίθεσης σε οτιδήποτε ενοχλεί την «αυθόρμητη λαϊκή έκφραση». Αύριο κάποιοι άλλοι μπορούν να πετάξουν καρέκλες στον Μικρούτσικο επειδή ο «Σταυρός του Νότου» δεν ασκεί κριτική στο εφοπλιστικό κεφάλαιο. Υπάρχει κάποιος που καθορίζει τον στόχο και το κριτήριο; Μη μου πείτε για τον λαό γιατί θα σας ρωτήσω ποιον ακριβώς λαό εννοείτε, θα σας παρακαλέσω να τον αντιστοιχίσετε με τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.
Όχι, μην καταπίνετε το ψέμα. Δεν είναι ο λαός που πετούσε καρέκλες χθες στον Νταλάρα και αύριο στον οποιοδήποτε άλλον. Είναι η ανοχή του λαού ή ο φόβος του απέναντι σε ακραίες μειοψηφίες και σε κτηνώδεις συμπεριφορές. Είναι η συλλογική μας αδιαφορία, ο κυνισμός μπροστά στο χυδαίο, η αναγνώριση της αλητείας ως ένα κομμάτι του κοινού μας πολιτισμού. Κάπως έτσι, τα θρασύδειλα φασιστοειδή του μπούγιου χτυπούν ρυθμικά της μπότες τους, υψώνουν τις φωνές τους, παίρνουν την οργή και τη μετατρέπουν σε υστερία. Ευτυχώς ο Νταλάρας έμεινε στη θέση του. Μόνος απέναντι σε πολλούς, επώνυμος μπροστά σε ανώνυμους. Άντρας. Και, όντως, τους είχε χεσμένους.