αρχαιοελληνικό παντόφελλος που σημαίνει όλη από φελλό.
Η αρχαία αγγειογραφία, καθώς και οι σχετικές πηγές μας παρέχουν ένα πλήθος πληροφοριών σχετικά με τα υποδήματα των αρχαίων Ελλήνων. Η ποικιλία μάλιστα των αρχαίων υποδημάτων φανερώνει τις ποικίλες τεχνικές γνώσεις που προφανώς κατείχαν οι αρχαίοι υποδηματοποιοί για την κατασκευή όλων αυτών των παπουτσιών.
Για το σύνολο των αρχαίων υποδημάτων κυρίαρχη πρώτη ύλη υπήρξε το δέρμα. Γνωρίζουμε σχετικά ότι συχνά το δέρμα ήταν εισαγόμενο προϊόν, όπως μάλιστα κατά περιπτώσεις και τα ίδια τα υποδήματα.
Χοντρικά τα βασικά είδη υποδημάτων της αρχαιότητας ήταν: τα σανδάλια, αποτελούμενα από τη σόλα η οποία συγκρατούνταν με ιμάντες στο πόδι, τα καθαυτό υποδήματα που κάλυπταν το πόδι μέχρι τον αστράγαλο και οιμπότες που κάλυπταν το πόδι μαζί με την κνήμη. Ανάμεσα σ' αυτούς τους βασικούς τύπους υπήρχαν ενδιάμεσα σχέδια σε μεγάλη ποικιλία.
Αναλυτικότερα, τα υποδήματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν τα εξής:
οι κνημίδες, υφασμάτινες, δερμάτινες ή μεταλλικές
τα «κλειστά» υποδήματα
μπότες, οι λεγόμενες ενδρομίδες ή εμβάδες
τα περιμήρια που κάλυπταν τους μηρούς των πολεμιστών
τα σανδάλια
οι κόθορνοι
οι κρηπίδες
Γενικά οι τύποι των υποδημάτων αυτών όπως παρουσιάζονται στην αγγειογραφία, διαθέτουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη διακόσμηση και τα μοτίβα που φέρουν. Από τον Αλκαίο και τη Σαπφώ αναφέρονται υποδήματα από τους Σκύθες και σανδάλια από τη Λυδία.
Σε γενικές γραμμές οι αρχαίοι σπάνια φορούσαν κλειστά υποδήματα. Προτιμούσαν τα σανδάλια, καθώς σκοπός τους ήταν η προστασία από το έδαφος και η διατήρηση των ποδιών καθαρών. Τα σανδάλια ήταν επίσης ο συνηθέστερος τύπος υποδημάτων τα οποία φορούσαν οι γυναίκες οι οποίες περνούσαν και τις περισσότερες ώρες τους στο σπίτι. Τα ελληνικά σανδάλια διέφεραν από τα αρχαία αιγυπτιακά ως προς το ότι τα ελληνικά διέθεταν ένα πλήθος από λουρίδες με τις οποίες στερεώνονταν με ασφάλεια στο πόδι.
Οι πλούσιοι ήταν αυτοί που φορούσαν δερμάτινα σανδάλια, ενώ οι φτωχοί φορούσαν αυτά με τους ξύλινους πάτους. Το επάνω μέρος των σανδαλιών ήταν συνήθως από δέρμα χρωματιστό, πιθανόν από αίγα. Οι σόλες ήταν από δέρμα βοοειδών και μάλιστα καλύτερης ποιότητας και αποτελούνταν από πολλές στρώσεις. Οι πηγές αναφέρουν ότι πλούσιοι πολίτες, όπως ο Αλκιβιάδης και ο Ιφικράτης δημιουργούσαν μόδα με τα σανδάλια τους, καθώς και ότι συχνά οι δούλοι κουβαλούσαν τα υποδήματα των κυρίων τους.
Η κρηπίς ήταν ένα υπόδημα κάτι ανάμεσα στο σανδάλι και το χαμηλό παπούτσι και αναφέρεται ότι φοριόταν από τους στρατιώτες. Διέθετε καρφιά και θεωρούνταν ένα σχετικά «άξεστο» υπόδημα. Ενδιάμεσος τύπος ανάμεσα σε σανδάλι και κλειστό υπόδημα, δεν κάλυπτε τελείως το πόδι και αποτελούνταν από ιμάντες που ανεβαίνουν ψηλά στη γάμπα (13β). Τη φορούσαν κυρίως οι στρατιώτες, οι κυνηγοί και οι οδοιπόροι, συχνά πάνω από τις κάλτσες.
Ο κόθορνος φοριόταν συχνά από γυναίκες και άνδρες. Ήταν ένα κλειστό υπόδημα χωρίς σόλα, που περνούσε πάνω από τον αστράγαλο, φτιαγμένο από τόσο μαλακό δέρμα που ταίριαζε και στα δύο πόδια (13γ Blanck/21). Ο κόθορνος ανήκε επίσης και στην ενδυμασία των τραγικών ηθοποιών. Θεωρούνταν μάλιστα ως το υπόδημα που ανακαλύφθηκε από τον Αισχύλο για την αύξηση του ύψους των θεών στις θεατρικές παραστάσεις, καθώς διέθετε υψηλή σόλα.
Η ενδρομίς ή εμβάς ήταν μία μπότα που φοριόταν κυρίως στο κυνήγι ή από τους ιππείς, ανοιχτή στα πλάγια μέχρι κάτω και με ιμάντες για να κλείνει (13θ). Οι ιππείς φορούσαν συχνά μία μπότα το επάνω τμήμα της οποίας γύριζε προς τα έξω. Ήταν κατασκευασμένη συνήθως από δορά και προερχόταν πιθανόν από τη Θράκη (13ζ).
Άλλα υποδήματα ήταν το blaution το οποίο φοριόταν στα δείπνα.
Το απλό παπούτσι, το κarabatine, αποτελούνταν από ακατέργαστο δέρμα τυλιγμένο γύρω από το πόδι, ένα υπόδημα κυρίως για τους φτωχούς και τους αγρότες.
Η baucis ήταν ένα κομψό γυναικείο υπόδημα.
Το κοινό υπόδημα ήταν μαύρο στο χρώμα και καθαρίζονταν από ένα σφουγγάρι. Τα χρωματιστά κόκκινα, κίτρινα ή λευκά υποδήματα φοριόταν από άντρες και γυναίκες παράλληλα. Σόλες από φελλό ή τσόχα φοριόταν μόνο από εταίρες. Στα δείπνα οι συμμετέχοντες έβγαζαν τα υποδήματά τους.
Σε μία κύλικα του 6ου αιώνα απεικονίζεται υποδηματοποιός που χρησιμοποιεί μαχαίρι σε σχήμα μισοφέγγαρου. Στους τοίχους κρέμονται καλαπόδια καθώς και ένα ακόμη μαχαίρι. Σε έναν αμφορέα της ίδιας εποχής απεικονίζεται στο υποδηματοποιείο ο πελάτης να στέκεται όρθιος επάνω στον πάγκο εργασίας του τεχνίτη, πατώντας πάνω στο δέρμα στο οποίο αποτυπώνεται το περίγραμμα του ποδιού του για να κοπεί η σόλα στο νούμερό του. Ραβδιά για μέτρημα χρησιμοποιούνταν από τότε, όπως και σήμερα.
Ως προς την αξία των υποδημάτων ο Λυσίας αναφέρει ότι οκτώ μνες το χρόνο ήταν υπερβολικό ποσό για ρούχα, παπούτσια, πλύσιμο και κούρεμα για δύο μικρά αγόρια και ένα κοριτσάκι. Ο Αριστοφάνης θεωρεί 8 δραχμές πολλά λεφτά για ένα ζευγάρι σανδάλια.