Μια φορά και ένα καιρό, ένας Αετός πέταγε ψηλά στον καθάριο
ουρανό. Αν και του άρεσε η αίσθηση της ελευθερίας που του έδινε το πέταγμά του,
κουράστηκε από τις πολλές ώρες που βρισκόταν στον αέρα και είπε να ξεκουραστεί
στην κορυφή ενός κακοτράχαλου βουνού. Έκανε λοιπόν μία έτσι με τα φτερά του και
προσγειώθηκε επάνω στο ψηλότερο σημείο. Αγναντεύοντας τον κόσμο από
ψηλά, ένοιωσε
ιδιαίτερος, μοναδικός. Κοίταξε γύρω. Το μάτι του έπεσε σε ένα μικρό σκουλήκι
που ασθμαίνοντας προσπαθούσε να ανέβει και αυτό στην κορυφή του βουνού. Κάπου
το λυπήθηκε και είπε να το βοηθήσει. Όμως, η αποκρουστική του εμφάνιση τον
έκανε να σκεφτεί δεύτερη φορά το εγχείρημα. Κάποια στιγμή, το σκουλήκι κατάφερε
να φτάσει στην κορυφή.Ο Αετός εντυπωσιάστηκε από την επιμονή του σκουληκιού.
Δεν άντεξε και του μίλησε.
- Τα κατάφερες τελικά σκουλήκι. Σε παρακολουθούσα όση ώρα
ξαπόσταινα εδώ στην κορυφή.
- Ναι Αετέ μου. Εσύ, μπορείς και πετάς και πας οπουδήποτε.
Εγώ, μόνο γλύφοντας, έρποντας και με τα κέρατά μου μπορώ να φτάσω εκεί που εσύ
βρίσκεσαι.
- Και δεν σε κουράζει αυτό;
- Έχω μάθει πια Αετέ μου.
- Ξέρεις, θα μπορούσα να σε κάνω μία χαψιά χωρίς να το
πάρεις είδηση.
- Δεν αντιλέγω. Θα μπορούσες. Όμως, τι να με κάνεις εμένα.
Ένα γλοιώδες σκουλήκι είμαι. Τίποτα παραπάνω. Το πολύ-πολύ να ένοιωθες αηδία με
την γεύση μου. Εσύ, είσαι συνηθισμένος σε άλλα γεύματα.
- Δίκιο έχεις.
- Και βέβαια έχω. Ξέρεις πόσους αετούς έχω συναντήσει και
όμως βρίσκομαι τώρα εδώ μαζί σου και μιλάμε;;;