Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

ΑΘΡΟ..Του καθηγητή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ


Η πολιτική που εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα στη λογική των ανέλεγκτων χρηματοδοτήσεων από τα ευρωπαϊκά πακέτα οδήγησαν τη χώρα στην αποβιομηχάνιση και την αποκοπή της από όποια παραγωγική βάση είχε. Μόνο να σκεφθεί κανείς ότι από τη Γερμανία δεν εισάγουμε μόνο αυτοκίνητα, που θα ήταν και λογικό, αλλά και βοοειδή 80% και ζάχαρη, όταν πολύ καλά γνωρίζουμε ότι στη Θράκη υπήρχαν τα τεύτλα και είχαμε εργοστάσιο παραγωγής ζαχάρεως, το οποίο όπως και πολλά άλλα σταμάτησαν να λειτουργούν. Το ζήτημα επομένως πολιτικά για τη χώρα μας είναι πολύπλευρο και πολυσχιδές, καθότι αν θα μιλάγαμε τη γλώσσα του Μακρυγιάννη, οι κατά καιρούς «πηδαλιούχοι» μας, την κατάντησαν «παλιόψαθα των εθνών».
Στο σημείο που βρισκόμαστε κατ’ αρχήν νομίζω ότι είναι αναγκαίο χωρίς να υποθηκευθεί το μέλλον της χώρας, προκειμένου να έχει τα αναγκαία κεφάλαια για τη διαχείριση του χρέους, αλλά και χωρίς τον στραγγαλισμό των Ελλήνων, να σχεδιασθεί εξ αρχής το μοντέλο ανάπτυξης με βάση τον πλούτο των περιοχών της και την συμμετοχή των Ελλήνων στην παραγωγική διαδικασία σ’ όλους τους τομείς της οικονομίας. Απαιτείται κατ’ αρχήν να πεισθεί ο ελληνικός λαός για την επιστροφή στη γη και στην παραγωγή, με σκοπό την αύξηση τόσο της παραγωγής όσο και της παραγωγικότητας. Ο τρόπος αυτός με την προβολή και διεκδίκηση αναλόγων προγραμμάτων για τις χώρες του νότου της Ευρώπης από τα ευρωπαϊκά ταμεία, ώστε να επέλθει μια παραγωγική ισορροπία και ισότιμη ανάπτυξη. Τούτο μπορεί να οδηγήσει τις οικονομίες των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, όπως είναι και η χώρας μας, να μην στηρίζονται στα δανεικά. Επίσης θα οδηγήσει στην έξοδο των λαών του Ευρωπαϊκού νότου από την εκμετάλλευση, η οποία τους κατέστησε κατ’ αποκλειστικότητα καταναλωτικά όντα των ισχυρών χωρών, ώστε να δανείζονται και μάλιστα με όρους τοκογλυφίας, για να καταναλώνουν τα προϊόντα τους.
Σε χώρες που χρεοκόπησαν ή οδηγήθηκαν σε κατάσταση χρεοκοπίας όπως εν προκειμένω η χώρα μας, από ότι έδειξαν ειδικές μελέτες, η μείωση των μισθών και η αύξηση των φόρων, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ύφεση με ότι τούτο συνεπάγεται για το εμβαδόν της οικονομίας και σε φαύλο κύκλο αυτής. Η πολιτική που φαίνεται ότι μπορεί να αποδώσει άμεσα και μεσοπρόθεσμα είναι κυρίως, η στον αναγκαίο βαθμό μείωση των δαπανών, με περιορισμό του κράτους στους τομείς εκείνους που δεν θίγεται ο κοινωνικός του ιστός, με την πάταξη της φοροδιαφυγής και των φοροκλεπτών, ενώ παράλληλα και με ειδικό τρόπο απαιτείται η σύσταση ειδικής πολιτικής ενίσχυσης της μικρής παραγωγής και της μικρής και μεσαίας επιχείρησης. Τούτο όπως έδειξαν οι παραπάνω μελέτες παγκοσμίως, θα έχει θετική επίπτωση κυρίως στην απασχόληση και στη δημιουργία βάσης προϊόντων με εξαγωγική προοπτική και με παράλληλη μείωση εισαγωγών σε αντίστοιχα προϊόντα. Διαμορφώνεται δηλαδή έτσι, ένα πεδίο εισπράξεως φυσιολογικών εσόδων για το κράτος, ώστε το ποθούμενο πρωτογενές πλεόνασμα να μην είναι αποτέλεσμα οριζόντιας, άσκοπης και αναποτελεσματικής φοροεπιδρομής, η οποία ούτως ή άλλως οδηγεί σε φαύλο κύκλο ύφεσης και χρέους. Το πλεόνασμα αυτό οφείλει ως γόνιμο και δημιουργικό να εξασφαλίζει ταυτόχρονα, πέρα από την είσοδο σε ανάπτυξη και την στοιχειώδη ευημερία των πολιτών, στην εγκαθίδρυση της αναγκαίας ελπίδας ότι, υπάρχει θετική διέξοδος από αυτή την παρατεταμένη κρίση. Κρίση στην οποία οδηγηθήκαμε εκόντες – άκοντες από την διεθνή κατάσταση ως ένα βαθμό μεν, αλλά κυρίως από την πολιτική της πελατειακής κλεπτοκρατίας και την εφαρμοσθείσα, από αυτόκλητους σωτήρες, μονεταριστική πολιτική, οι οποίοι έπαιξαν άριστα το παιγνίδι των αγορών, παγιδεύοντας το λαό στο φαύλο κύκλο της ύφεσης και της φτώχειας, υποθηκεύοντας πολιτικά τη χώρα και το μέλλον του.
Πρώτο μέτρο λοιπόν, στην προσπάθεια εφαρμογής μιας άλλης πολιτικής, σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, είναι κατ’ αρχήν η χαλάρωση των αντιλαϊκών μέτρων σε εκείνο το βαθμό που να δημιουργηθεί η αυτοπεποίθηση στους Έλληνες, και στις Ελληνίδες για πορεία προς θετικό πλεόνασμα μεν, δημιουργικό δε. Εφαρμογή δηλαδή της ανωτέρω πολιτικής, η οποία στο κέντρο έχει την μικρή παραγωγή, τη μικρή και μεσαία επιχείρηση με εκ την παραλλήλου ενίσχυση της παραγωγικότητας, την ελάττωση του ΦΠΑ στο κατώτερο δυνατό, σ όλες τις μορφές της παραγωγικής διαδικασίας, με αναλογική εφαρμογή προς τα πάνω σε είδη που δεν είναι πρώτης ανάγκης και εντάσσονται στα πολυτελείας, όπως και σε εισαγόμενα προϊόντα για τόνωση της ελληνικής αγοράς. Η πάταξη της φοροδιαφυγής και η φορολόγηση των άνευ αιτίας εκπατρισθέντων κεφαλαίων, με την εκ παραλλήλου εφαρμογή κινήτρων εισόδου αυτών, ξανά στη χώρα με έργα και όχι στα λόγια, καθίσταται αναγκαιότητα. Πέραν τούτων των μέτρων, είναι αναγκαίο να δρομολογηθεί συγκεκριμένη πολιτική εκμετάλλευσης του φυσικού και ορυκτού πλούτου της χώρας. Τούτο βέβαια έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σχετίζεται άμεσα και με την εξωτερική πολιτική.
Τέλος στο κέντρο της πολιτικής αυτής θα πρέπει να είναι και η διαμόρφωση συγκεκριμένων οικονομικών μέτρων που οφείλει να λάβει η ΕΕ υπό την πίεση της κοινής πολιτικής των χωρών του ευρωπαϊκού νότου και των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης. Ένα πρόγραμμα, το οποίο θα φέρει ισορροπία ανάμεσα στο περίσσευμα των ισχυρών και το έλλειμμα των ασθενέστερων. Τούτο είναι η αναγκαία πολιτική στο πλαίσιο δημιουργίας θεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης και ισόρροπης ανάπτυξης των χωρών και όχι εκμετάλλευσης τους από τις ισχυρές, οι οποίες αφενός καθίστανται έντονα παραγωγικές, αφετέρου δε, καθίστανται και απόλυτα τοκογλυφικά, δανείστριες των υπολοίπων. Το πρόβλημα στην Ευρωζώνη δεν είναι το έλλειμμα, αλλά το περίσσευμα των χωρών και ο τρόπος δημιουργίας του.
Οι λαοί της ΕΕ ικανοποιούν ανάγκες και επιθυμίες σε θεσμικό πλαίσιο ζωής κατά συμβολικό τρόπο, παραγωγής και οικονομίας στο οποίο έχουν μερίδιο συμμετοχής, αλλά και ευθύνης. Απαιτείται λοιπόν θεσμικό πλαίσιο αυτοπεριορισμού και πραγματικής δημοκρατίας, όπου οι πολίτες, είναι αυτοί που πραγματικά και όχι εικονικά, προσδιορίζουν το πολιτικό, άλλα και το οικονομικό μέλλον της χώρας τους και δεν είναι οι εκ των υστέρων καλούμενοι να πληρώνουν το λογαριασμό, που σχεδίασαν άλλοι γι΄ αυτούς, οι ισχυροί της θεσμικής και οικονομικής ολιγαρχίας της ΕΕ . Η πολιτική στην ΕΕ οφείλει να θέσει πραγματική πορεία για μια Αμφικτιονική (Ομόσπονδη) Ευρώπη με κοινό νόμισμα μεν, αλλά και κοινή πολιτική δε και με την ΕΚΤ, να είναι Τράπεζα των λαών της Ευρώπης και όχι η Τράπεζα εξασφάλισης σταθερού πεδίου των αγορών για εύκολη λήστευση των λαών, δια του συμφώνου σταθερότητας, ως «σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου».