Στέφανος Δάνδαλος
Από την περασμένη εβδομάδα υπάρχει κάτι το μαζικό στην αγανάκτηση των
Ελλήνων. Οι πλατείες γεμίζουν από τους ήρωες της ημέρας. Χωρίς την
καθοδήγηση κάποιου κόμματος. Χωρίς εξαρτήσεις από συνδικάτα. Κάθε
απόγευμα στις 6 η αγανάκτηση γίνεται ο τρόπος με τον οποίο πολεμούν οι
απλοί πολίτες. Εκείνοι που μιλούν με δέκα λέξεις αλλά σκέφτονται με
χίλιες δέκα. Οι γονείς. Η γενιά των εξακοσίων ευρώ. Οι συνταξιούχοι. Τα
παιδιά με τα skates. Όλων των ειδών οι κατηγορίες – επαγγελματίες,
άνθρωποι της αγοράς, άνεργοι, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Από
την περασμένη εβδομάδα ο βασικός πυρήνας της κοινωνίας μας, αυτός που
επί χρόνια εκλαμβανόταν από την εξουσία ως ένα τάγμα σκιών ακίνδυνο και
ανώδυνο, ορθώνει ό,τι απέμεινε από τη φωνή του. Οπότε, ναι, βρίσκω αυτές
τις πλατείες υπέροχες, γιατί κόντρα στην παρακμή της πολιτικής και τα
ερείπια του νεοελληνικού ονείρου παρασύρομαι από ένα κύμα που φωνάζει,
χειροκροτεί, αποδοκιμάζει και στο τέλος καθαρίζει και το οδόστρωμα με
τον αφρό του. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «επανάσταση»; Γιατί όχι; Life is a state of mind. Είναι μια επανάσταση της ψυχής ίσως. Πολιτισμένη. Ένας τρόπος μάχης κόντρα στο σκοτάδι, στην αμφιβολία, στη διάβρωση. Μια καθαρή φωνή απέναντι στο...
ρευστό κόσμο. Όπου ρευστότητα ίσον οικονομική κρίση, σκιές στη δημόσια ζωή, άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώχειας και μια κατακλυσμιαία διεθνής αμηχανία γύρω από τις αγορές. Γιατί το ένα, γιατί το άλλο; ρωτάμε. Και θέλουμε να μάθουμε, αγωνιούμε καθημερινά όλοι.
Τι ρόλο παίζει η Merkel; Θα μας δώσει τη δόση το ΔΝΤ; Θα γυρίσουμε στη δραχμή; Θα γίνουν κι άλλες απολύσεις; Θα τα πουλήσουμε όλα στους ξένους; Πού το πάει ο ΓΑΠ; Αυτή τη ρευστότητα έρχονται να ξορκίσουν οι καθαρές φωνές: τον τρόμο που δεν είναι ορατός, αλλά που γλιστράει σαν δηλητήριο στις ψυχές μας, βυθίζοντας την εποχή στην ομίχλη. Ιδού το κατόρθωμα των «Αγανακτισμένων», λοιπόν: Μπόρεσαν κι αφύπνισαν κάποιους. Δεν έχει σημασία πόσους (σ.σ. 100.000 την Κυριακή που γράφεται αυτό το κείμενο). Σημασία έχει ότι το έκαναν.
Εξάλλου, η ελληνική συνείδηση έμοιαζε από καιρό ναρκωμένη εξαιτίας της ομίχλης που γέννησε το σαθρό πολιτικό κατεστημένο μας με τις εκάστοτε εξουσίες της διαφθοράς. Οπότε ίσως εδώ βρίσκεται το μυστικό. Ακόμα κι αν πρόκειται να χάσεις, να χάσεις παλεύοντας. Να πέσεις στις επάλξεις. Να υπερασπίσεις την αξιοπρέπειά σου απέναντι σε κάθε μορφή τρόμου. Και στο τέλος να πεις, ναι, μπορεί να έχασα τα πάντα, αλλά τουλάχιστον δεν έχασα το σημαντικότερο: τον εαυτό μου. Φυσικά, κάποιοι θα θελήσουν να προβοκάρουν, ας μην είμαστε αφελείς. Και ίσως γι’ αυτό οι «Αγανακτισμένοι» δεν θέλουν πορείες. Επειδή εύκολα καπελώνονται από παρείσακτους κι εξίσου εύκολα βγαίνουν εκτός ελέγχου.
Το ερώτημα που πλανάται, λοιπόν, είναι ένα: Θα κρατήσει; Θα συνεχιστεί; Μακάρι, λέω εγώ. Γιατί αυτή η θαυμαστή δωρική μορφή διαμαρτυρίας, που χτυπήθηκε λυσσαλέα από το σύστημα διά της ειρωνείας ή της αδιαφορίας, έχει τελικά κάτι πολύ βαθύτερο στο στόχαστρό της. Έχει τη δική μας συμβιβασμένη ηθική. Και ενδεχομένως αυτό είναι η σπουδαιότερη επανάσταση στην οποία θα μπορούσε να προβεί ο Έλληνας. Να αντισταθεί ώστε να καταλάβουν κάποιοι ότι πίσω από τις δέκα λέξεις που του απέμειναν κρύβονται χίλιες δέκα με τις οποίες σκέφτεται, ονειρεύεται, κρίνει και διεκδικεί.