Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ 2007, Ά ΡΕ ...ΖΕΜΠΕΚΙΑΡΗ ΠΑΠΑ


Ο ιερέας που πέταξε τα ράσα και το 'ριξε στο τσιφτετέλι!
Εβρεχε φωτιά στη στράτα του παπα-Γιάννη του μερακλή,
Κυριακή ξημερώματα σε γνωστό μπαρ της πλατείας 
Μπουρναζίου και αν δεν το βλέπαμε με τα ίδια μας τα μάτια, 
δεν θα το πιστεύαμε. Βαριές ζεϊμπεκιές δεινού 
χορευτή, καλέσματα με ερωτικά υπονοούμενα στις 
πανέμορφες χορεύτριες, άφθονο ποτό που ανακατευόταν 
με τα μαύρα γένια του ρασοφόρου, καυτά, παθιασμένα 
αγγίγματα στα πλούσια στήθη των γυναικών από τα 
εκλεκτά μπαλέτα του καταστήματος... Το ξεσάλωμα 
του ιερωμένου κράτησε μέχρι το πρωί....


Πίσω, όμως, από το αμαρτωλό γλέντι του ρασοφόρου κρύβεται ένα ανθρώπινο δράμα που κάθε βράδυ πνίγεται στο αλκοόλ και την παραζάλη των καψουροτράγουδων. Τίποτα τελικά στη ζωή δεν γίνεται χωρίς αιτία. Αυτό θα πρέπει να το γνωρίζουν καλά όσοι θα προσπαθήσουν από σήμερα να «σταυρώσουν» και να στήσουν στον τοίχο τον νταλκαδιασμένο παπα-Γιάννη που κάθε χάραμα, μετά τη μετάληψη των… αχράντων μυστηρίων στο ναό της ασωτίας, πάει τρεκλίζοντας στην εκκλησία και λειτουργεί τους πιστούς.

«Ελα να δεις έναν παπά να πετά τα ράσα του και να χορεύει πάνω στην μπάρα» μας είπε στο τηλέφωνο με έκπληκτη φωνή ένας θαμώνας από το «Saloon Oriental» του Περιστερίου. Πήγαμε αγουροξυπνημένοι κατά τη 1.30 το πρωί και ενώ το ανατολίτικο γλέντι είχε βάλει φωτιά στο μαγαζί. Ξαφνικά το μάτι μας κόλλησε στο αποστεωμένο πρόσωπο του παπά, που είχε βουτήξει τα χείλη του σ’ ένα ποτήρι με ουίσκι και το έπινε με βουλιμία στηριζόμενος στην άκρη του μπαρ.

«Πώς από ‘δώ;» τον ρωτήσαμε με επιτηδευμένη αδιαφορία. «Δεν έρχεσαι να τα πούμε;»
Καθίσαμε σ’ έναν καναπέ.

«Ξέρω ότι εσείς οι δημοσιογράφοι αύριο το πρωί θα με σταυρώσετε, θα πείτε ότι είμαι αμαρτωλός, ότι πρέπει να μου βγάλουν το ράσο» μας είπε ο παράξενος ιερωμένος. «Εμένα με λένε Γιάννη Αγγελόπουλο, είμαι 33 ετών και κάθε βράδυ είμαι εεδώ πνίγοντας τον καημό μου στο ποτό. Εχω μια ιστορία πίσω μου».

Είχε όρεξη για συζήτηση. Δεν τον διακόψαμε.

«Να γράψεις στο ρεπορτάζ σου ότι εγώ χειροτονήθηκα στην Παναγίτσα στην Αίγινα και λειτουργώ στην Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα στο Λουτράκι. Εγινα παπάς όταν ο άγγελός μου, η γυναίκα μου η Ιωάννα, έγκυος στο κοριτσάκι μας, 24 χρόνων, πέθανε πάνω στη γέννα από έναν αλήτη γιατρό. Πάω κάθε πρωί στο νεκροταφείο και την κλαίω».

Πετάχτηκε από τον καναπέ, βγήκε στο δρόμο και μετά από δυο λεπτά μάς έφερε ένα παιδικό παιχνίδι, μια κούκλα σε κόκκινο περιτύλιγμα...


«Ετσι θα ήταν το παιδάκι μου» μας είπε και δεν μπορέσαμε να δούμε μέσα στο σκοτάδι εάν τα μάτια του δάκρυσαν.

«Πού μένεις;» τον ρωτήσαμε.

«Σπίτι μου είναι ο δρόμος και τραγούδι μου ο πόνος, όπως λέει και ο Καζαντζίδης. Η μάνα μου είχε μισό-μισό ένα σπίτι με τη θεία μου. Οταν πέθανε η μάνα μου, η θεία μου επειδή δεν ήθελε να γίνω παπάς με πέταξε έξω. Οταν δεν με δέχεται, τη βγάζω στο παγκάκι».

Ο υπεύθυνος του νυχτερινού μαγαζιού, Τάκης Γουρνιεζάκης, επιβεβαίωσε τα συμβάντα.
«Είναι καλό παιδί κι εμείς τον φιλοξενούμε εδώ τα βράδια. Οταν ανάβει το κέφι, γίνεται άλλος άνθρωπος. Εχει ανάγκη να το ρίξει έξω. Γράψτε μια καλή κουβέντα γι’ αυτόν. Τη χρειάζεται».

Η ώρα πάει 2.00. Είναι η στιγμή που βγαίνουν οι πανέμορφες χορεύτριες του «Oriental». Ο ήρεμος παπάς μεταμορφώνεται ξαφνικά σε αφηνιασμένο αρσενικό. Μια ξανθιά καλλονή τον πλησιάζει. Ο ρασοφόρος… επιτίθεται. Η ιεροσύνη έχει πάει περίπατο μπροστά στην ηδονή του βλέμματος και της αφής. Κάποια στιγμή χάνεται ο έλεγχος. «Σκύψε ευλογημένε» του φωνάζει μια χορεύτρια. Ο παπάς πετάει τα ράσα και όσο κρατάει ο χορός της κοιλιάς γίνεται αγρίμι. Μετά ξαναφοράει το ράσο, σηκώνει τα χέρια στον ουρανό και αρχίζει το τσιφτετέλι. Στη διαπασών παίζει το λαϊκό άσμα «χαμένο κορμί με φωνάζουν κι αλήτη» και ο παπα-Γιάννης χάνεται μέσα στο πλήθος που τον χειροκροτεί...

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΙΟΣ