Μία νέα έρευνα που καταφθάνει από το πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας και το Ινστιτούτο Ερευνών για το Παιδί και την Οικογένεια δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Child Development».
Τα στοιχεία της έρευνας αναφέρουν ότι κατά τα πρώτα χρόνια της ηλικίας τους.
Τα γενετικά αυτά ίχνη κρατούν μέχρι την εφηβεία και τελικά επηρεάζουν τον τρόπο έκφρασης των γονιδίων των παιδιών στην κατοπινή ζωή τους.
Η έρευνα διαπίστωσε ότι, όσον αφορά τις επιγενετικές αλλαγές στα παιδιά, το άγχος της μητέρας παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το άγχος του πατέρα τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια, ενώ το άγχος του πατέρα έχει πιο βαρύνουσα σημασία, σε σχέση με το άγχος της μητέρας, κυρίως στα κορίτσια.
Η μελέτη δείχνει ότι το στρες της μητέρας επιφέρει περισσότερες επιγενετικές αλλαγές στα παιδιά, όταν αυτό υπάρχει κυρίως κατά το πρώτο έτος της ζωής τους.
Αντίθετα, η επιγενετική επίδραση του πατέρα φαίνεται να είναι μεγαλύτερη κατά την μετα-νηπιακή ηλικία του παιδιού, δηλαδή στον τρίτο ή τέταρτο χρόνο της ζωής των παιδιών.
Όπως είπε ο καθηγητής ιατρικής γενετικής Μάικλ Κόμπορ, η νέα έρευνα παρέχει την πρώτη απόδειξη ότι οι αναποδιές και τα άγχη στην προσωπική ζωή των γονιών, κατά τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου των παιδιών τους, «οδηγεί σε διακριτές μεταβολές στο ‘επιγονιδίωμά’ τους», μετρήσιμες πάνω από μια δεκαετία αργότερα.
Τα στοιχεία της έρευνας αναφέρουν ότι κατά τα πρώτα χρόνια της ηλικίας τους.
Τα γενετικά αυτά ίχνη κρατούν μέχρι την εφηβεία και τελικά επηρεάζουν τον τρόπο έκφρασης των γονιδίων των παιδιών στην κατοπινή ζωή τους.
Η έρευνα διαπίστωσε ότι, όσον αφορά τις επιγενετικές αλλαγές στα παιδιά, το άγχος της μητέρας παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το άγχος του πατέρα τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια, ενώ το άγχος του πατέρα έχει πιο βαρύνουσα σημασία, σε σχέση με το άγχος της μητέρας, κυρίως στα κορίτσια.
Η μελέτη δείχνει ότι το στρες της μητέρας επιφέρει περισσότερες επιγενετικές αλλαγές στα παιδιά, όταν αυτό υπάρχει κυρίως κατά το πρώτο έτος της ζωής τους.
Αντίθετα, η επιγενετική επίδραση του πατέρα φαίνεται να είναι μεγαλύτερη κατά την μετα-νηπιακή ηλικία του παιδιού, δηλαδή στον τρίτο ή τέταρτο χρόνο της ζωής των παιδιών.
Όπως είπε ο καθηγητής ιατρικής γενετικής Μάικλ Κόμπορ, η νέα έρευνα παρέχει την πρώτη απόδειξη ότι οι αναποδιές και τα άγχη στην προσωπική ζωή των γονιών, κατά τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου των παιδιών τους, «οδηγεί σε διακριτές μεταβολές στο ‘επιγονιδίωμά’ τους», μετρήσιμες πάνω από μια δεκαετία αργότερα.