Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Η πιο γριά γάτα στην αυλή μας έπαθε κάτι σαν εγκεφαλικό. Παρέλυσε η μισή της πλευρά και το κεφάλι της στράβωσε.


Ξαπλωμένη κι ακίνητη όπως ήταν επί μέρες, της δίναμε με σύριγγα στο στόμα νερό και γάλα, περιμένοντας να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο γατόκοσμο.
Λίγο πιο δίπλα, τα... υπόλοιπα γατιά της αυλής έτρωγαν αυτά που έτρωγαν κάθε μέρα.
Η γριά γάτα πείνασε. Δεν άντεξε άλλο το νερό και το γάλα.
Ξαφνικά την είδαμε να σέρνεται. Αλλού τα δεξιά πόδια, αλλού τα αριστερά και το κεφάλι να κοιτάζει πλάγια.


Κουράστηκε και σταμάτησε.
Την επόμενη ημέρα ξανασύρθηκε λίγο ακόμη, τη μεθεπόμενη
σηκώθηκε παραπατώντας και ύστερα από λίγες μέρες πήγε κι έφαγε κανονικά μαζί με τις υπόλοιπες γάτες της αυλής.
Τώρα, τρέχει άτσαλα πάνω – κάτω, αδιαφορεί για το αν το παλιό, σαν σε πασαρέλα, βάδισμά της χάθηκε και ορμάει πρώτη σε όλα.
Εμείς, ούτε σαν την πιο γριά γάτα της αυλής μας δεν είμαστε.
Περιμένουμε ξαπλωμένοι να σκουλικιάσουμε.
Περιμένουμε να μας φέρει φαγητό το αφεντικό.
Ακόμη κι αν το πιάτο που μας φέρνει είναι άδειο, λέμε “ευχαριστώ αφεντικό”.
Μα όταν δούμε να έρχεται η σύριγγα, δε θα έχει μέσα γάλα ή νερό, αλλά το δηλητήριο της ευθανασίας.