Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

«Είμαι μια Ελληνοπούλα»…





… Είμαι μια Ελληνοπούλα και σαν μια Σουλιωτοπούλα, αγαπώ με την καρδιά μου την πατρίδα τη γλυκιά μου»… Σημαιάκια πλαστικά ή χάρτινα (πιο ωραία), σταυρός, γαλάζιες και λευκές λουρίδες, τα κύματα και οι...

συλλαβές του «Ελευθερία ή Θάνατος», σοσόνια λευκά, μπλε καζάκες, πλισέ φούστες, κορδέλες στα μαλλιά, σκούρα βλέμματα συνήθως και καστανά μαλλιά. Νιάτα. Οι τυμπανιστές με τα λευκά γάντια, που συνήθως ήταν κάτι ροκάδες βαρύτατες περιπτώσεις στα πάρτι. Ο ψήλος και ωραίος διμοιρίτης ή η μοιραία της τάξης διμοιρήτισα. Οι σημαιοφόροι. Με το βάρος της επιβράβευσης της γνώσης να κρατεί κοντάρι βαρύ για μικρά εφηβικά ή παιδικά χεράκια. Οι γονείς, μάρτυρες της Ελλάδας που ποτέ δε πεθάνει –να περνάει ο μικρός και όλο χαζεύει, «μπροστά σου παιδί μου»!
Οι πρώτες σειρές, οι ψηλοί, πάντα καμαρωτοί. Προς το τέλος οι γούπατοι – «άντε να τελειώνουμε και έχω να πάω και σφαιριστήριο»! Οι μανάδες να παίρνουν την πλισέ φούστα μεγάλη –εχει και 25η Μαρτίου- κάτω απ το γόνατο και εμείς να την κάνουμε μίνι, πίσω από παραβάν με σώματα συμαθητριών, πριν ξεκινήσει η παρέλαση.
Στα χρόνια τα δικά μου, -της πλειστόκαινους περιόδου της μεταπολίτευσης- γύρευε τα δίκια της η Εθνική Αντίσταση, σε μια παρτίδα στούκι – συμφωνημένη με σημαδεμένη τράπουλα. Πηγαίναμε οι μαθητές να παρελάσουμε και να γεμίσουμε μετά τις καφετέριες με φραπέ και αυτοί, με αρθρώσεις ξασπρισμένες και κόπο μεγάλης ηλικίας να σφίγγουν σημαίες δικές τους, φιλημένες, ματωμένες, ξεθωριασμένες, σημαίες – σάβανα συντρόφων και να σπρώχνονται δίπλα από έφηβους τίγκα στις ορμόνες για να ουρλιάξουνε την τιμή τους και την αλήθεια τους μπας και συνέλθει αυτή η πόρνη η Ιστορία και δεν μοιράζει ρόλους για εξοφλημένους και θριαμβευτές. Εμείς, λίγα καταλαβαίναμε. Οι γονείς μας περισσότερα. Ερχονταν οι αστυνομία και τους έδιωχνε. Οι γονείς σκύβανε το κεφάλι…
Και παύει αυτό! Και μάλλον (;) πέρασε. Μετά η Ευρώπη σε βομβαρδισμνούς στη γειτονιά μας. Και προσφυγες. Και παρανομοι μετανάστες. Και νομιμοι. Το φιδι σηκωνε κεφαλι. 28η Οκτωβριου. Μη και κρατησουν τη σημαια στις παρελασεις τα παιδια των Αλβανων. Τι; Μαθαινουν ελληνικα γραμματα; Τι; Είναι αριστοι μαθητες; Κάτω τα χερια απ τη σημαια! Μα αν αυτά τα παιδια αφησουν το κονταρι, παυει να ναι σημαια και γινεται φοδρα διχρωμη, γαμω το! Συγκρούσεις! Διαφωνιες! Τσακωμοι και γαβγιδια ανθρωπινα –κατά καποιον τρόπο- στα καναλια! Στους σημαιοσολισμους δρομους, υπο τον ηχο των τυμπανων, οι γονεις σκυβανε και παλι το κεφαλι…
Και φτάσαμε στο πέρυσι, πριν το τώρα. Σημαία. Εθνικός Ύμνος. Η Ελλάδα ποτέ δε πεθαίνει, δε τη σκιάζει φοβέρα καμιά ή μήπως «…Aργειε νάλθη εκείνη η μέρα και ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σου έμενε να λες περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις». Οι παρελάσεις για την εθνική γιορτή και την επέτειο, αλυσίδα στο χρόνο. Νιότη. Ομοιόμορφη. Ιδια. Και ας γερνάει. Σκυτάλη στους εφήβους. Για την πατρίδα που έγινε κράτος! Και τα παιδιά μας με το ίδιο βάδην, τις ίδιες στολές, σε όμοιες θέσεις. «Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, ενα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά. Κι’ έλεες: πότε, α! πότε βγάνω το κεφάλι από τς ερμιές; Κι αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές. Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα, πλήθος αίμα Ελληνικό. Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά να γυρεύης εις τα ξένα αλλα χέρια δυνατά».
Η κόρη μου η μικρή λέει στο νηπιαγωγείο το ίδιο ποίημα που είχα και εγώ στην Πρώτη Δημοτικού. «Είμαι μια Ελληνόπουλα». Η μεγάλη, ψηλή, μοιραία διμοιρίτησα αυτή, με τον ίδιο τυμπανισμό να δίνει το βηματισμό και ένα στ αριστερό – εν – εν… Ο Εθνικος Ύμνος μόνο στους πρώτους στίχους, άσκηση για τη χορωδία του σχολειού, την πρώτη, την δεύτερη, τη τρίτη φωνή! Παιδάκια! Και τώρα και τότε και πάντα!
Και πέρισυ έγιναν βοή λαού – οργή Θεού. Άρνηση. Σταλμένα πρόσωπα απ τους επισήμους, Αποστροφή κανονική. Σημαίες σκυμμένες. Παιδιά με ανέργους γονείς. Παιδιά με εκτελεσμένο μέλλον. Παιδιά που πρέπει να δεχτούν να ζουν με σκυφτό κεφάλι. Άχθος αρούρις της Ευρώπης. «Πέντε έξι αλήτες εμπόδισαν την παρέλαση» ήταν η επίσημη ακόμη και φέτος χειραγώγηση. Τα ανακοινωθέντα της προπαγάνδας. Τα παπαγαλάκια του Λουμίδη στα ΜΜΕ. Και απασφαλισμένη χειροβομβίδα η νιότη! Οι αλήτες! Πάντα αυτοί οι αλήτες! Αλήτες για την ελευθερία, αλλα ότι πρέπει για να πεθάνουν… Πάντα αλήτες…
.. «Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήταν άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μοναχά αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ απ’ την άκρη της απελπισίας, τη Γαληνή που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλητες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Και πέρασαν μέρες πολλές μέσα σε λίγων ώρα. Και θέρισαν πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα έστησαν στον τοίχο τριάντα». Αλήτες κι εκείνοι, που λέει ο Ελύτη πάντα και που τον θυμήθηκε ο πρωθυπουργός αυτής της χώρας, προχθές για άλλο ποίημα, άλλο στίχο, άλλη έννοια βολική και όχι την αλήθεια του.
Και για να μη ξαναξεσηκωθούν αυτοί οι αλήτες με τα μπλε και τα άσπρα, τα παιδιά των ανέργων, τα παιδιά που βλέπουν γονείς ηττημένους, τα παιδιά μας, φέτος η παρέλαση γίνεται σε κλειστό κύκλο. Σαλονιού. Μεταξύ μας, βρε αδελφέ, ένα ουζάκι, ένας μεζές και κάτι παιδιά από δημόσια κυρίως, σχολεία, παιδιά των άλλων, να παρελαύνουν. Και γύρω αστυνομοκρατία και μέτρα δρακόντεια. Μη και ακουστεί το «όι όι μάνα μου των ετοιμοθανάτων» (και αυτός Ελύτης κ. πρωθυπουργέ). Ως και ο στρατός λέει, αντί να παρελαύνει βγήκε να φυλάει έφηβους μη και φωνάξουν γιούχα στους κραταιούς! Και αυτή είναι δημοκρατία! Και αυτή είναι η πατρίδα!
Μια γυναίκα στην τηλεόραση μίλαγε για τα ληγμένα τρόφιμα στα σουπερ μάρκετ, που αποφασίστηκε να δίνονται μισοτιμής στους φτωχούς. «Ούτε στο σκυλί μου δε θα τα δινα» είπε, «μόνο σ αυτούς που κυβερνάμε γιατί έχω ένα παιδί ανάπηρο που του κοψαν τη σύνταξη και του παν για να παίρνει έπρεπε να χει κομμένα και τα δυο του πόδια και όχι μόνο το ένα. Και γιατί ευγνωμονώ το θεό που πήρε τα άλλο μου παιδί νωρίς γιατί τώρα δεν θα μπορούσα να του κάνω τις χημειοθεραπείες». Φυλάτε την παρέλαση λοιπόν. Με όπλα! Αυτοί οι έφηβοι έχουν ακόμα πόδια! Στρέψτε κάνες πάνω στους αλητες!
Μελό; Πιθανόν! Όσο ένας εθνικός ύμνος που είναι τραγούδι για την λευτεριά! Κρατώ την μικρή μου κόρη, την 5χρονη «Σουλιωτοπουλα» απ το χεράκι. Κουνάει, γελαστή με το ρυθμό των εμβατηρίων, ένα χάρτινο σημαιάκι που έφτιαξε μόνη της και έχει στραβές τις γραμμές και λάθος τον αριθμό τους, αλλα την κάνει περήφανη. Την μάθανε οι δασκάλες της να φτιάχνει σημαιάκια! Και αυτή, τη βάζει δίπλα απ το κρεβάτι της, να κοιμάται κοντά της, χειροποίητη εθνικοφροσύνη αθώου νηπίου! Βλέπω την μεγάλη μου κόρη, αγέρωχη, να φτάνει στο κιόσκι των γραββατοφορεμένων επισήμων! Γέρνει, επίσημη και η ίδια το κεφάλι της προς το μέρος τους σε χαιρετισμό. Σηκώνει το γαντοφορεμένο χέρι της για να τιμήσει τις αρχές του τόπου! Αυτή σηκώνει χέρι και εγώ κατεβάζω κεφάλι! Κάτω, κι άλλο κάτω…
«Δεν ακούτε, εσείς εικόνες του Θεού, τέτοια φωνή; Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή. Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος σαν του Αβέλ καταβοά δεν είν’ φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά. Τι θα κάμετε; θ’ αφήστε να αποκτήσωμεν εμείς
λευθερίαν, ή θα την λύστε εξ αιτίας Πολιτικής; Τούτο ανίσως μελετάτε, ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό βασιλείς! Ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ”. (Διονύσιος Σολωμός, τελευταίοι στιχοι απ τον Ύμνο εις την Ελευθεριαν, κ. πρωθυπουργέ που το παιδί μου –τα παιδια μας- αυτά απ τα δημόσια σχολεία, που δεν πήγατε σ αυτά ούτε εσείς, ούτε οι δικοί σας απόγονοι, σας χαιρετάνε τιμώντας σας αυτή τη στιγμή, σας χαιρετάνε με τα πανέμορφα κεφάλια τους γυρισμένα προς το μέρος σας και των γονιών τους –άθλια- σκυμμένα! Κάτω, κι άλλο κάτω…)…



Aναρτήθηκε από: ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΛΑΓΙΟΝ