Κοιτάζω τα απλωμένα χέρια. Κοιτάζω τα μάτια που εκλιπαρούν για μια πλαστική σακούλα.
Κοιτάζω τα στριμωγμένα κορμιά. Τα κοιτάζω όλα αυτά και θλίβομαι. Θλίβομαι για...
τη φτήνια μας. Όχι για αυτούς που μας κατάντησαν φτηνούς. Αλλά για μας τους ίδιους.
Ακούω όλους αυτούς που στριμώχτηκαν στην ουρά της ανέχειας να κλαίνε για τα κομμένα δώρα, για τις κουτσουρεμένες συντάξεις, για τις εξαθλιωμένες ζωές και εξαγριώνομαι. Όχι με αυτούς που μας κατάντησαν πένητες. Αλλά με εμάς τους ίδιους.
Με εμάς που δεν βγήκαμε στο δρόμο να υψώσουμε τη φωνή μας όταν κάποιοι έπαιρναν το χαρτί και το μολύβι και διέγραφαν τις ζωές μας. Με εμάς δεν βρήκαμε τη δύναμη να εναντιωθούμε σε αυτούς που καθορίζουν τις ζωές μας. Με εμάς που μας είναι πιο βολικό να απλώσουμε το χέρι για μια σακούλα τρόφιμα από το να απλώσουμε το χέρι και να πούμε ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ.
Εκεί μας κατάντησαν. Να θεωρούμε τους εαυτούς μας άξιους ελεημοσύνης και ανάξιους διεκδικητές. Σε μια χώρα που αδειάζουν οι διαδηλώσεις και πυκνώνουν οι ουρές στις διανομές δωρεάν τροφίμων τι να περιμένει πια κανείς; Τι να περιμένει πια κανείς από μια κοινωνία που της παίρνουν το ψωμί από το τραπέζι κι αυτή αντί να δαγκώσει αυτό το χέρι, απλώνει το δικό της χέρι για μια χούφτα ρύζι;
Έτσι θα απαντάμε στη λεηλασία της ζωής μας; Αυτό είναι το μέλλον μας; Σε μια ουρά; Θα ανταλλάξουμε τ