Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Kύπρος, Αιματηρή Αλήθεια


Το προφανές ατέλειωτο αδιέξοδο στο Κυπριακό ζήτημα εξηγείται λεπτομερώς στην έκδοση της οργάνωσης «Ελευθερία και Δικαιοσύνη στην Κύπρο». Ενώ η τεκμηρίωση του τι συνέβη μέχρι και τις δεκαετίες του 1960 και 1970 είναι βάναυσα συγκλονιστική, η πραγματική επιτυχία του βιβλίου έγκειται στο ότι πάει πίσω στην δεκαετία του 1950.



Και, για πρώτη φορά, ξεκαθαρίζει το ερώτημα του ποιος αρχικά δημιούργησε την διένεξη στην Κύπρο: Δεν ήταν οι “Τουρκο” Κύπριοι, ούτε η Τουρκία. Ήταν, τεκμηριωμένα, η Μεγάλη Βρετανία...
Το βιβλίο έχει ένα εξώφυλλο τόσο απάνθρωπα ωμό όσο και ο τίτλος, με το αίμα να στάζει από τον βορρά προς το νότιο τμήμα της Κύπρου. Σ’ αυτή τη βάση, κάποιος θα μπορούσε να αναμένει ότι το περιεχόμενο του βιβλίου θα είναι μια καυστική αντι-τουρκική διατριβή. Στην πραγματικότητα όμως, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο.
Παρά τις κάποιες φραστικές υπερβολές, όπως η φράση “η τουρκική προπαγανδιστική μηχανή”, το βιβλίο γενικά επικεντρώνεται στην τεκμηρίωση των γεγονότων και των εξελίξεων στο έδαφος, αποτελώντας μια πολύτιμη πηγή κατανόησης του σημερινού αδιεξόδου, αλλά και αξιολόγησης της ουσίας των διαφόρων λύσεων που προτείνονται.

Ως προς το ποιοι έσπειραν το σπόρο των σημερινών προβλημάτων, το βιβλίο είναι ξεκάθαρο: Δεν ήταν η Τουρκία ούτε οι Τουρκοκύπριοι, ήταν η Μεγάλη Βρετανία.
Αναζητώντας τρόπο διατήρησης του αποικιακού καθεστώτος που εγκαθίδρυσε το 1923, η Βρετανία φοβόταν μια ενωμένη κυπριακή αντίσταση και άρχισε, βαθμιαία, να εργάζεται προς ενδυνάμωση της Μουσουλμανικής/Τουρκικής ταυτότητας των Μουσουλμάνων Κυπρίων. Αυτό συνεπαγόταν τη δημιουργία νέων τεμενών σε χωριά που δεν είχαν, την έναρξη της χρήσης του όρου “Τουρκο-κύπριοι” και, αργότερα, την απαίτηση από την Τουρκία να επανα-διεκδικήσει τον έλεγχο της νήσου. Μια ιδέα, που η τουρκική κυβέρνηση αρχικά υποδέχθηκε με αδιαφορία.
Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1955 συγκροτήθηκε γι’ αυτό το θέμα μια επιτροπή και, το 1956, ο καθηγητής Νιχάτ Ερίμ διορίστηκε ως ειδικός σύμβουλος για το Κυπριακό ζήτημα. Το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1956, δημοσιοποίησε δύο εκθέσεις που υποστήριζαν την ενεργό εμπλοκή της Τουρκίας στην Κύπρο, στοχεύοντας αρχικά στη διαίρεση της νήσου (“Ταξίμ”) σε Ελληνικό και Τουρκικό τμήμα και, μακροπρόθεσμα, στην πλήρη κατάληψη της Κύπρου από την Τουρκία. Η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση και, έκτοτε, ακολουθήθηκε από διάφορες -πολιτικές και στρατιωτικές- τουρκικές κυβερνήσεις.
Το βιβλίο αναφέρεται χρονολογικά και λεπτομερώς στις διάφορες ομάδες Ελλήνων και Τούρκων που δημιουργήθηκαν την δεκαετία του 1950, περιλαμβανομένης της ΕΟΚΑ (ελληνικής), της ΒΟΛΚΑΝ (τουρκικής) και της ΤΜΤ (τουρκικής). Η χρονολογική τους τοποθέτηση είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι χρησιμεύει στο διαχωρισμό των γνήσιων δηλώσεων από τις απατηλές, όπως οι τουρκικές δηλώσεις για τον “αιμοσταγή Μακάριο”, η δράση του Ραούφ Ντενκτάς να μετατρέψει την ΤΜΤ σε μυστική τουρκική οργάνωση, οι δολοφονίες άλλων τουρκικών φωνών εκτός της ΤΜΤ και οι προσπάθειες να πείσουν τους Τουρκοκύπριους να απομονωθούν από τους Ελληνοκύπριους.
Η σιωπηρή έγκριση των Βρετανών σε όλα αυτά, βαθμολογεί πολύ χαμηλά τις βλαβερές στρατηγικές του αποικιακού διαίρει και βασίλευε.

Οι περιγραφές των γεγονότων μετά το 1962 είναι πιο σκιαγραφικές. Οι προτάσεις για συνταγματικές αλλαγές το 1963 παίζουν κεντρικό ρόλο, οι δε προσπάθειες της ΤΜΤ να απομονώσει τους Έλληνες από τους Τούρκους αναφέρονται με πολύ διαφορετικό βαθμό λεπτομέρειας. Αναφέρεται ο τουρκικός βομβαρδισμός της Τυλληρίας τον Αύγουστο του 1964, αλλά δεν αναφέρονται οι σκληρές μάχες κατά τους μήνες που προηγήθηκαν. Οι προ-αναφορές στο Σχέδιο Ανάν του 2004 και παρόμοια χρονολογικά άλματα ενοχλούν, παρά τη συνάφειά τους. Με τον ίδιο τρόπο κρίνεται και η μη συστηματική αναφορά στην εισβολή του 1974, η οποία μεταπηδά από τις γενικές περιγραφές σε προσωπικές εξιστορήσεις μαζικών βιασμών και εκτελέσεων από τους Τούρκους στρατιώτες.

Η πραγματική δύναμη αυτού του βιβλίου είναι ο πλούτος πρωτογενών πηγών -βρετανικές, κυπριακές, τουρκικές- που χρησιμοποιούνται και αναφέρονται. Πολλές κοινές πλάνες και ξεκάθαρα ψέματα καταποντίζονται και, γι΄ αυτό τον λόγο, η κάπως άνιση αφηγηματική τεχνική του βιβλίου μπορεί εύκολα να συγχωρεθεί. Δυσκολότερα μπορεί να συγχωρεθεί η έλλειψη φωτογραφιών. Ορισμένοι χάρτες που να αποδεικνύουν την εικόνα των βίαιων περιστατικών και της εισβολής του 1974 θα ήσαν καλοδεχούμενοι, όπως και ορισμένοι στατιστικοί πίνακες.

Αυτό το βιβλίο παρέχει θεμελιώδεις, παρασκηνιακές πληροφορίες για την κατάσταση στην Κύπρο. Η δύναμη του έγκειται στην αναφορά σημαντικών πρωτογενών τεκμηρίων στη σωστή τους διάσταση, καταδεικνύοντας μια καθαρή διαδρομή από τις βρετανικές αποικιακές μηχανορραφίες στην απευθείας τουρκική εμπλοκή, και παρέχει μιαν αναγκαία γνώση για πολλά γεγονότα-κλειδιά. Από την άλλη, όμως, μεταπηδά τόσο χρονολογικά όσο και συναισθηματικά, καθαρά μονόπλευρα και αποφεύγει κομμάτια της ιστορίας που χρειάζονται για πλήρη εκτίμηση των εξελίξεων.

Εάν η κυπριακή διένεξη εμπίπτει στα ενδιαφέροντα σας, συνιστάται να προσθέσετε αυτό το βιβλίο στην συλλογή σας, ειδικά γιατί παρέχει κρίσιμες πληροφορίες αναφορικά με τον ρόλο που έπαιξαν οι Βρετανοί.

Για όσους ενδιαφέρονται, περισσότερες λεπτομέρειες από την «Αιματηρή Αλήθεια» και κάποια καταληκτικά σχόλια:
Η Κύπρος πέρασε από την Οθωμανική κυριαρχία στην Βρετανική τo 1878, αρχικά ως μακροπρόθεσμη συμφωνία μίσθωσης. Οι Κύπριοι, ευρισκόμενοι κάτω από οθωμανική κυριαρχία από το 1571, καλωσόρισαν την αλλαγή, χαιρετίζοντας την επιστροφή μιας ευρωπαϊκής χώρας στην Κύπρο και προσβλέποντας στην τελική δημιουργία ενός μοντέρνου, ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους, όπως ακριβώς συνέβη με χώρες των Βαλκανίων κατά τον 19ο αιώνα, οι οποίες απαλλάχτηκαν μετά από αιώνες από τον βάναυσο οθωμανικό ζυγό και αποκατάστησαν την ανεξαρτησία τους.

Αλλά η ανεξαρτησία και η αυτοδιάθεση “δεν ήσαν στα χαρτιά” για την Κύπρο. Ακόμα και μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, που οι Αρχές του Ουίλσον για αυτοδιάθεση των λαών οδηγούσαν στην αποδόμηση των αυτοκρατοριών και την επανεγκαθίδρυση πολλαπλών εθνικών κρατών, η Κύπρος δεν ήταν μια από τις χώρες που θα επέστρεφε στην ανεξαρτησία. Αντίθετα, το 1925 έγινε αποικία του Βρετανικού Στέμματος, μετά που η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε διεκδίκηση στο νησί με τη Συνθήκη της Λοζάννης.

Η διατήρηση, όμως, της αποικιακής κυριαρχίας γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη, ειδικά σε μια χώρα που θεωρούσε τον εαυτό της μέρος του Δυτικού πολιτισμού και, ειδικότερα, του Ελληνικού.
Η Μεγάλη Βρετανία έθεσε ως στόχο εκείνο που είχε κάμει επιτυχώς αλλού: Το διαίρει και βασίλευε. Θεωρώντας ως θεμελιώδη προϋπόθεση γι’ αυτό τον στόχο την ενδυνάμωση της ισλαμικής ταυτότητας των Μουσουλμάνων της Κύπρου, η Βρετανία άρχισε να οικοδομεί τεμένη σε χωριά που ποτέ δεν είχαν.
Αργότερα (σελίδα 208 του βιβλίου), στις 8 Ιουνίου 1949, γράφτηκε ένα σημείωμα στην εφημερίδατης μειονότητας «Χαλκίν Σεσί», όπου αναφερόταν ότι: Ο Βρετανός κυβερνήτης R.Ε. Turnbull ζητούσε όπως ο όρος “Μουσουλμάνοι της Κύπρου” αντικατασταθεί με τον χρησιμοποιούμενο “Τουρκοκύπριοι”.
Αυτή η, εκ πρώτης όψεως, ασήμαντη αλλαγή ορολογίας, με τον καιρό επέφερε μια αλλαγή αντίληψης, ότι οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου ήσαν “Τούρκοι” και, συνεπώς, ότι η τουρκική εμπλοκή στο νησί αποτελούσε ένα νόμιμο ενδιαφέρον για τους “Τούρκους” κατοίκους. Αυτή όμως ήταν μια δύσκολη υπόθεση, καθόσον ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Αλί Κουπρουλού είπε το 1950: «Για την Τουρκία, δεν υπάρχει κυπριακό ζήτημα».
Μόνο το 1954, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με την βοήθεια της Ελλάδας τοποθέτησε την Κύπρο στην ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών, η Βρετανία πίεσε και βοήθησε την Τουρκία αρκετά, ούτως ώστε το τουρκικό αίτημα για απόκτηση του ελέγχου της Κύπρου να μπορέσει να εγερθεί ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτό αναλύεται με καυτές λεπτομέρειες στις σελίδες 208-213 του βιβλίου και, καθόσον οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των μηχανορραφιών είναι καλά γνωστές, αποτελεί ένα σκοτεινό παράδειγμα για το πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια βαριά, μακροπρόθεσμη ζημιά στις διεθνείς σχέσεις.

Παίρνοντας την ευκαιρία
Η Τουρκία δεν άργησε να εντοπίσει την ευκαιρία για να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή και να κερδίσει ένα προκεχωρημένο στρατηγικό φρούριο νότια των ακτών της Τουρκίας. Το 1956, ο Τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές ανέλαβε να διερευνήσει το ενδεχόμενο “να αποκτήσει πόδι στην Κύπρο”. Ο καθηγητής Νιχάτ Ερίμ συμφώνησε με την ιδέα, η οποία παρέμεινε ως επίσημη τουρκική πολιτική μέχρι σήμερα. Ο στόχος ήταν, πρώτα να προκληθεί μια εθνική διαίρεση της Κύπρου (“Ταξίμ”) και μετά, μακροπρόθεσμα, η κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου. Η Τουρκία δεν έχασε την ευκαιρία που της πρόσφερε η Βρετανία, ασεβώντας πλήρως προς το διεθνές δίκαιο κατά την πορεία.

Στις σελίδες 214-231 του βιβλίου, μας παρέχονται πολλές λεπτομέρειες για την αυξανόμενη χρήση (και κατάχρηση) όπλων και βίας, ειδικά την δημιουργία των τουρκικών οργανώσεων ΒΟΛΚΑΝ και ΤΜΤ. Παράλληλα, δημιουργήθηκε το ένοπλο κίνημα της ΕΟΚΑ για να εξουδετερώσει τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία και να την αντικαταστήσει με ένα ελεύθερο δημοκρατικό κυπριακό κράτος.

Η ιστορία αυτού του αγώνα σχετίζεται με κάτι άλλο, όμως είναι καθαρό ότι ενδυνάμωσε την βρετανική απόφαση να εμπλέξει την Τουρκία στην Κύπρο, καθόσον είναι ευκολότερο να κυριαρχήσεις ένα λαό διχασμένο παρά ενωμένο. Έτσι, η Βρετανία κατέστησε την Τουρκία συνέταιρο σε όλες τις επίσημες διαδικασίες και της “έκλεισε το μάτι” για τη δημιουργία της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΤΜΤ, με τουλάχιστον 10,000 μέλη, διακριτικά εξοπλισμένη από την Τουρκία και με ηγέτες απόστρατους του τουρκικού στρατού.
Επίσης, γίνονταν βίαιες πράξεις και αλλού. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955, εξερράγη μικρής ισχύος βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ και, με εκείνη την δικαιολογία, μαζί με πιέσεις από την τουρκική οργάνωση “Η Κύπρος είναι τουρκική”, καταστράφηκαν με αγριότητα και λεηλατήθηκαν οι ελληνικές συνοικίες στην Ισταμπούλ (πρώην Κωνσταντινούπολη), γεγονός που σταδιακά οδήγησε σε περαιτέρω εθνικό ξεκαθάρισμα της εκεί ελληνικής μειονότητας.
Ο παράνομος στρατός της ΤΜΤ θα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο τα επόμενα χρόνια. Η προκάτοχος (της ΤΜΤ) ΒΟΛΚΑΝ καθοδηγείτο μερικώς από τους Βρετανούς, αλλά, κάτω από την εξαίρετη ηγεσία του Ραούφ Ντενκτάς, ξέφυγε από τον βρετανικό έλεγχο και πέρασε στην εξτρεμιστική ΤΜΤ που ελεγχόταν από την Τουρκία.

Αυτή η ομάδα δολοφονούσε συστηματικά Τουρκοκύπριους που αντιφρονούσαν προς τη ρατσιστική της ατζέντα, περιλαμβανομένων και συντεχνιακών ηγετών, δημοσιογράφων και άλλων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ειρηνική συμβίωση μεταξύ όλων των Κυπρίων ήταν η καλύτερη επιλογή. Έτσι, η ΤΜΤ και ο Ραούφ Ντενκτάς κατόρθωσαν να καθιερωθούν ως η μόνη κύρια φωνή των Μουσουλμάνων/Τουρκοκυπρίων. Όχι δημοκρατικά, αλλά αποτελεσματικά.

Μετά την ημι-ανεξαρτησία το 1960, το βιβλίο είναι περιορισμένο και μπορούσε να καλύψει τα γεγονότα πιο συστηματικά. Όμως, αποκαλύπτει μια αξιόλογη σειρά μυθοπλασιών, περιλαμβανομένων και των λεγόμενων “φόνων της μπανιέρας” το 1963, την ανατίναξη του τεμένους Μπαυρακτάρι στη Λευκωσία, τον εμπρησμό ενός τεμένους το 1974 και άλλα επεισόδια που σκηνοθέτησαν (οι Τούρκοι) για να προκαλέσουν ελληνο-τουρκική έχθρα, με τρόπους παρόμοιους με τη βόμβα στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, για την οποία μετά κατηγόρησαν τους Έλληνες.

Το σχέδιο των Τούρκων να σκηνοθετούν ένα (μικρό) επεισόδιο ή να εκμεταλλεύονται ένα άσχετο έγκλημα για σκοπούς προπαγάνδας, αποκαλύφθηκε σταδιακά πολλά χρόνια μετά που κέρδισαν (οι Τούρκοι) το στόχο τους επί του εδάφους. Εδώ, λόγου χάριν, υπάρχει μια αναφορά από την εφημερίδα Today's Zaman που ακουμπά αρκετά από τα γεγονότα-κλειδιά που σκηνοθέτησε η τουρκική πλευρά στην διαμάχη.

Είναι ατυχές το γεγονός, ότι, η εκμετάλλευση των αισθημάτων και η πρόκληση σύγχυσης στα μυαλά όσων παίρνουν αποφάσεις, μπορεί να οδηγήσει σε πολλά λάθη εν βρασμώ, που οδηγούν στην δημιουργία περισσοτέρων προβλημάτων από τα ήδη προϋπάρχοντα, ειδικά σε καταστάσεις επί του εδάφους που είναι δύσκολο ή/και ενοχλητικό να επιλυθούν σωστά. Αυτή ήταν η περίπτωση της Κύπρου για ατέλειωτες δεκαετίες.

Όμως, φέρνοντας στο φως τις λεπτομέρειες των μηχανορραφιών και λαθών του παρελθόντος είναι μακροπρόθεσμα βοηθητικό, η δε “Αιματηρή Αλήθεια”, παρά τις ελλείψεις της, κάνει καλή δουλειά αποκαλύπτοντας γεγονότα και λεπτομέρειες, που στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είχαν δημοσιοποιηθεί εδώ και δεκαετίες. Ίσως να ήταν καλύτερα, το βιβλίο να σταματούσε λ.χ. στο 1964, αφήνοντας την κάλυψη της τουρκικής εισβολής του 1974, την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983 και το Σχέδιο Ανάν του 2004 για μελλοντικά βιβλία. Όμως έχει πλούσια ύλη για διάβασμα και είναι χρήσιμο όπως είναι, έχοντας ως κύρια δύναμη του την εκτενή χρήση πρωτογενών πηγών.

Δεν υπάρχει άρθρο για την διένεξη στην Κύπρο, που να μην σκιαγραφεί κάποιες αρχές για το πώς το θέμα να προχωρήσει, παρ’ όλον ότι δεν ήταν αυτό το κύριο θέμα της “Αιματηρής Αλήθειας”. Οι εξελίξεις από την δεκαετία του 1950 έχουν σημαδευθεί από μια ατέλειωτη αποτυχία ως προς τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, αν και συνήθως υπάρχει η υποκρισία ότι αυτό είναι που συμβαίνει. Το “ποτέ μην αφήσετε μια καλή κρίση να πάει χαμένη” χρησιμοποιείται συστηματικά, κυρίως σε κρίσεις που δημιουργούνται από σκόπιμα τεχνάσματα. Το «Σχέδιο Ανάν» είναι ένα παράδειγμα, όπως έγραψε το 2006 ο Alfred de Zayas:
Ένα χρόνο μετά τη ψήφο (το δημοψήφισμα του 2004), μετά από μια πιο ήρεμη ανάγνωση του Σχεδίου Ανάν, ένας παρατηρητής δίχως δεσμεύσεις μπορεί να διερωτηθεί κατά πόσο πράγματι μπορούσε να αναμένεται ο Κυπριακός λαός στην ελεύθερη Κύπρο να υπερψηφίσει ένα σχέδιο, που συνεπαγόταν την εγκατάλειψη θέσεων που υποστήριζαν το Συμβούλιο Ασφαλείας και η Γενική Συνέλευση από τον Ιούλιο του 1974 και που υπέσκαπτε σοβαρά θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου που περιέχονται σε πολυάριθμα διεθνή και περιφερειακά έγγραφα.
Για το θέμα του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο της Κύπρου και της τουρκικής επιθετικότητας: Μπορούν τέτοιες τρομερές παραβιάσεις διεθνούς δικαίου να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων; Ειδικοί στο Διεθνές δίκαιο έχουν την άποψη, ότι τέτοιες παραβιάσεις δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν. Δυστυχώς, η κατάσταση παραβιάσεων των προνοιών του διεθνούς δικαίου από χώρες -σε πλήρη ασυδοσία- δεν είναι σπάνια. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι το διεθνές δίκαιο έπαψε να υπάρχει ή ότι αυτές ειδικά οι πρόνοιες έπαψαν να εφαρμόζονται.

Ακόμα: Αυτό το Σχέδιο Ανάν γίνεται ακόμα πιο αλγεινό, διότι επιβεβαιώνει την εφαρμογή δύο μέτρων και δύο σταθμών στα ανώτατα επίπεδα των Ηνωμένων Εθνών. Το εθνικό ξεκαθάρισμα καταδικάστηκε στην Νυρεμβέργη. Καταδικάζεται σήμερα από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης στην περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Εν τούτοις, επιτρέπεται στην Τουρκία να κατέχει στρατιωτικά το ένα τρίτο του εδάφους μιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας και να ιδιοποιείται το προϊόν του εγκλήματος. Γιατί αυτά τα δύο μέτρα και δύο σταθμά;
Για να διατηρηθεί το διεθνές δίκαιο και οι θεμελιώδεις αρχές εθνικής κυριαρχίας, η λύση για την Κύπρο θα πρέπει να αποφασιστεί μόνο από τους νόμιμους πολίτες της Κύπρου -όχι τους Τούρκους στρατιώτες ή τους παράνομους έποικους- και θα πρέπει να παραμείνει προσκολλημένη στις αρχές του διεθνούς νόμου, όπως:

1. Εφαρμογή όλων των σχετικών δικαστικών αποφάσεων και ψηφισμάτων διεθνών δικαστηρίων,
2. αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων από τη βόρεια Κύπρο,
3. αποχώρηση των παράνομων εποίκων από την βόρεια Κύπρο, όπως προνοεί το άρθρο 49 της 4ης Συνθήκης της Γενεύης,
4. αναγνώριση του δικαιώματος επιστροφής όλων των εκτοπισμένων Κυπρίων, και
5. αποκατάσταση ή αποζημίωση προς τους εκτοπισμένους Κύπριους για περιουσίες που κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν.

Αυτός ο στόχος δεν είναι εύκολος, καθόσον εναποτέθηκε πολλή εμπιστοσύνη στα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία δεν ανταποκρίθηκαν επάξια. Όμως, οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου δεν είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές, περιλαμβανομένης της μη ανταμοιβής της επιθετικότητας ή να επιτρέπεται στον επιδρομέα να κρατά το κέρδος της επιδρομής, καθώς επίσης και του αυτονόητου σεβασμού της ατομικής ιδιοκτησίας. Το τελευταίο κατέστη ακόμα ευκολότερο, με τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις που επικυρώνουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Κυπρίων επί των περιουσιών τους, οι οποίοι για περισσότερο από 30 χρόνια παρεμποδίζονται να χρησιμοποιήσουν τη νόμιμη περιουσία τους από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής.

Η Κύπρος κατέληξε να είναι μια “δοκιμαστική περίπτωση” ως προς την έντιμη διατήρηση του διεθνούς δικαίου. Μέχρι τώρα, το αποτέλεσμα ήταν πολύ περισσότερες αποτυχίες αντί επιτυχίες, γεγονός που διαβρώνει την εμπιστοσύνη των Κυπρίων προς τις διεθνείς διαπραγματεύσεις και συμφωνίες για λύση του προβλήματος τους. Εκείνο που ως επί το πλείστον ενδιαφέρει, είναι η πραγματικότητα επί του εδάφους. Τούτο περιλαμβάνει το γεγονός, ότι η πρόσβαση προς τις κατεχόμενες περιοχές είναι τώρα νόμιμη και εύκολη, ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας των Κυπρίων επί των περιουσιών τους είναι σεβαστό και ότι ακόμα και οι Τουρκοκύπριοι διαμαρτύρονται κατά της τουρκικής παρουσίας στο νησί τους. Το πλέον δύσκολο ζήτημα είναι η τύχη των 200,000 συν παράνομων τούρκων εποίκων στο βόρειο μέρος της Κύπρου.

Αυτό, όμως, είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσει η Τουρκία.
Γιατί η Κύπρος ανήκει στους Κυπρίους. Όχι στους Βρετανούς, στην Τουρκία ή στους παράνομα κουβαλητούς έποικους.