Σήμερα, μετά τις πρώτες αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου, μέσα από τους μηχανισμούς δημοσιοποίησης των πολικών απόψεων ενώπιον του ελληνικού Λαού, εύλογα μπορεί κανείς να διερωτηθεί τι είδους έκπληξη προκάλεσε η ανακοίνωση του πρωθυπουργού για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με καθοριστικό το ερώτημα για σαφή αποδοχή ή μη της νέας δανειακής σύμβασης της 27ης Οκτωβρίου 2011. Το συγκεκριμένο ερώτημα διατυπώνεται από τη
στιγμή που εδώ και αρκετό καιρό έχει εξαγγελθεί η διενέργεια δημοψηφίσματος, ενώ η μόνη, παράλογη βέβαια, έκπληξη που θα μπορούσε να προκληθεί προέρχεται από την εξαγγελία ενός απόλυτα καθοριστικού δημοψηφίσματος.
στιγμή που εδώ και αρκετό καιρό έχει εξαγγελθεί η διενέργεια δημοψηφίσματος, ενώ η μόνη, παράλογη βέβαια, έκπληξη που θα μπορούσε να προκληθεί προέρχεται από την εξαγγελία ενός απόλυτα καθοριστικού δημοψηφίσματος.
Οι αντιδράσεις στην μνημονιακά και μεσοπρόθεσμα κηδεμονευομένη κοινωνία είναι αδιαμφισβήτητα ηχηρές και μάλιστα στο βαθμό που επιτάσσουν πολιτικές πρωτοβουλίες, ωστόσο η αποτύπωση της αντίδρασης αυτής στον λόγο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και όλης της αντιπολίτευσης, προσπαθεί να αποτυπώσει τη δυσαρμονία της κοινωνίας με την πολιτική της Κυβέρνησης. Το ζήτημα αυτό, βέβαια, μόνο θεσμικά μπορεί να αποτυπωθεί και επ’ ουδενί λόγο από τη πρόσληψη μιας περιρρέουσας αντίδρασης του κόσμου από τα ΜΜΕ, γιατί ενδεχομένως οι προβαλλόμενες αντιδράσεις να προέρχονται από κλάδους ή συνδικάτα. Είναι γνωστό στο παρελθόν και σε περιόδους πιο ομαλές ότι αυτό το προσχηματικό επιχείρημα ήταν σύνηθες για να επιτευχθούν πρόωρες εκλογές, αλλά η θεσμική υπόσταση αυτής της δυσαρμονίας αποτελεί εκ των πραγμάτων το θεμελιώδες ερώτημα.
Το Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο αποτυπώνει έναν και μόνο τρόπο για την αποτύπωση αυτής της δυσαρμονίας, την μη παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο άμεσα, με σχετικό αίτημα για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης και έμμεσα, με την μη επίτευξη των απαιτούμενων πλειοψηφιών σε ορισμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες (καταψήφιση νομοσχεδίου).
Εν προκειμένω τώρα, το δημοψήφισμα αποτελεί την απευθείας μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας στο λαό για ζητήματα που κρίνει η Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ως επί το πλείστον φέρουν μια ιδιαίτερη βαρύτητα εθνική ή κοινωνική. Η ερμηνεία αυτή σε συνδυασμό με τον έμμεσο τρόπο αποτύπωσης μια ενδεχόμενης δυσαρμονίας αποτελεί την πιο ενδεδειγμένη θεσμικό οδό για την ανάδειξη της οποιασδήποτε αντίδρασης του Ελληνικού Λαού. Στον αντίποδα, οι πρόωρες εκλογές απαιτούν μια επιχειρηματολογία με θεσμική υπόσταση που να τις επιβάλλουν πραγματικά και όχι επειδή το ζητά ένας πολιτικός χώρος ή τα συμπεράσματα των πολιτικών ρεπορτάζ, αλλά επειδή το επιτάσσει ένα αρνητικό προς την Κυβέρνηση δημοψήφισμα.
Στο σημείο αυτό η ευρωπαϊκός θεσμικός παράγων οφείλει να σεβαστεί την επιλογή αυτή από τη στιγμή που στο διακυβερνητικό μοντέλο της Ευρωζώνης δεν έχει εκχωρηθεί η Λαϊκή Κυριαρχία της Ελλάδας και ενώ στο παρελθόν συμφωνημένα κείμενα της Ένωσης έχουν απορριφθεί από λαούς της Ευρώπης (Ευρωσύνταγμα).
Αναφορικά, βέβαια, στις συνέπειες της επιλογής αυτής, δεν υπάρχει λόγος να μην παραμένει στο μπροστινό μέρος του μυαλού μας η αλήθεια ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα στην δημοκρατία. Ο Λαός δεν εκβιάζεται και πρέπει πάντοτε να ορίζει ο ίδιος την τύχη του στον αντίποδα του αστείου αποφθέγματος του κατά τα άλλα σοβαρού ιστορικού ηγέτη της Ευρώπης, Μιτεράν, ότι στα δημοψηφίσματα ο λαός δεν απαντάει στο ερώτημα της Κυβέρνησης, αλλά στην ίδια την Κυβέρνηση. Αυτό πραγματικό υποβιβάζει το ρόλο των Λαών στις δημοκρατίες.
Να θέσουμε, όμως, και μία παράμετρο που θα ήταν μάλλον αναπόφευκτη στην περίπτωση των εκλογών. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην διασφαλίσει η τρόικα τις συμφωνημένες συμβάσεις με μια προεκλογική συμφωνία με όλες τις ενδεχόμενες κυβερνητικές παρατάξεις, όπως έγινε και στην Ιρλανδία και αυτό για να αποκλείσει το ενδεχόμενο απόκλισης από την συμφωνία μετεκλογικά. Κανένας ανθρώπινα λογικός τροϊκανός δεν θα έμπαινε σε ρόλο απλού παρατηρητή των εκλογών, χωρίς προεκλογική συμφωνία, όσες αυταπάτες και αν τρέφει ο κύριος Σαμαράς και οι λοιπές επαναδιαπραγματευόμενες κοινοβουλευτικές δυνάμεις.
Προσωπικά, θα ήθελα να αποκλείσω την περίπτωση συγκυβέρνησης, κυβέρνησης εθνικής ενότητας ή κυβέρνησης προσωπικοτήτων, από τη στιγμή που οποιοδήποτε τέτοιο σχήμα παραμένει υπόλογο στη Βουλή και συγκεκριμένα στις υφιστάμενες κοινοβουλευτικές δυνάμεις, ενώ σήμερα στη Βουλή τρέφονται σοβαρές αντιδράσει και πάθη, διότι δεν παρακάμπτονται οι κυβερνητικές αξιώσει εκατέρωθεν. Ως εκ τούτου ένα τέτοιο σχήμα θα ήταν σύντομο και αναποτελεσματικό.
Ταυτόχρονα, εμφανίζεται μια κινητικότητα από πλευράς της αντιπολίτευσης για την διενέργεια εκλογών, η οποία είναι εντελώς παράλογη, διότι φαίνεται να προσπαθεί να προασπίσει το κεκτημένο της τελευταίας σύμβασης, ενώ μέχρι προ ολίγου το απέρριπτε.
Προσωπικά, τάσσομαι υπέρ του δημοψηφίσματος και προτίθεμαι να υπομείνω ότι αποφασίσει ο Ελληνικός Λαός, με το εαυτό μου να ψηφίζω υπέρ της νέας δανειακής σύμβασης, αν και συναισθάνομαι ότι οι συμπολίτες μας θα το στηρίξουν, διότι ουδέποτε από την υπογραφή του μνημονίου αυτός ο Λαός δεν εκφράστηκε πραγματικά και ολοκληρωμένα, αλλά σε αντίθεση υπήρξε θύμα των μηχανισμών διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.