"Και τότε τα παιδιά της θα την καταπιούν, για να χορτάσουν την πείνα τους.
Και μετά θα την ξεράσουν. Μαζί με την οργή τους"...
Αθήνα, πλατεία Βάθης. Τετάρτη, 6 Φεβρουαρίου 2013. Λίγο πριν και λίγο μετά το μεσημέρι.
Η Ελλάδα τυλίγεται σε μια πλαστική σακούλα. Μαζί με... φρούτα και οπωροκηπευτικά.
Και μοιράζεται αντίδωρο στους πενόμενους πολίτες της.
Σε λίγες μόνον ώρες εξαφανίζονται 50 τόνοι, 50.000 κιλά, πορτοκάλια και μαρούλια.
Χιλιάδες άνθρωποι συνωθούνται για να λάβουν το ξαφνικό «πεσκέσι». Από τους, επίσης απεγνωσμένους και ευρισκόμενους σε κινητοποίηση, αγρότες.
Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες χέρια υψώνονται. Δεν προσεύχονται, δεν μουντζώνουν.
Εκλιπαρούν. Πίσω από καρότσες φορτηγών. Προσπαθούν να ‘ναι αυτοί που θα πιάσουν την ..τυχερή σακούλα.
Να την πάρουν σπίτι τους, για να κόψουν, μαζί με την αξιοπρέπειά τους, μια σαλάτα.
Για να στύψουν, μαζί με την ανέχεια τους, μια πορτοκαλάδα.
Για να μαγειρέψουν, μαζί με τα κολοκύθια, τα όνειρά τους που γίνανε χαράμι.
Για να φτιάξει η μάνα μια λαχανόπιτα. Να την πάρουν τα παιδιά στο σχολείο, τυλιγμένη σε χαρτοπετσέτα, για το διάλειμμα.
Και το ζωμό, από την κατσαρόλα που ‘βρασαν τα βλίτα, να τον πιούν το πρωί, αφού δεν έχουν γάλα, για να τους κρατήσει τη μέρα.
Μην καταρρεύσουν, όπως άλλα παιδάκια, συμμαθητές τους, στις φτωχογειτονιές της πρωτεύουσας και της επαρχίας.
Για να εξασφαλίσουν μια ακόμη μέρα ζωής, εν τάφω. Μια μέρα, έστω δυο νύχτες.
Να σταματήσουν το χρόνο θέλουν. Επειδή ξέρουν πως μετά την ελεημοσύνη ακολουθεί η ζητιανιά. Όπως πριν την ελεημοσύνη ήταν η μελαγχολία, ανακατεμένη με οργή και θλίψη.
Για τις μέρες που χάθηκαν και που καλά γνωρίζουν πως δύσκολα θα ξανάρθουν. Γι’ αυτές επαιτούν.
Για τις μαυρισμένες ψυχές τους, που κανένα κόμμα, καμμιά εκκλησία δεν τις θέλει και καμμιά ποίηση δεν τις χωράει. Γι’ αυτές εκλιπαρούν.
Για να τους αγαπήσουμε και αξύριστους, επειδή ξυρισμένους τους αγαπάνε κι άλλοι. Γι’ αυτό φωνάζανε χθες στη Βάθης, αντιπροχθές στην Κοζάνη, σήμερα στον Ορχομενό, αύριο στο Ηράκλειο.
Γι’ αυτό και δεν ακούν τους μινίστρους και τα χαλκεία του κράτους, που κεντάνε τον πόνο με την ελπίδα και την εμπορεύονται με τους τσελεπήδες της τρόικας.
Είναι άραγες αυτή η Ελλάδα; Της πλατείας Βάθης; Ναι, είναι. Όσο κι αν μας πληγώνει, είναι. Και βρίσκεται στο Αγρίνιο, στην Πάτρα, στο Βόλο, στη Δράμα. Δίπλα μας, γύρω μας. Καθ’ άπασαν την επικράτειαν.
Ναι, αυτή είναι η Ελλάδα, σήμερα. Μαζί βέβαια με την άλλη. Την πιο μικρή, που ακόμη αντιστέκεται, μοχθεί, καινοτομεί, το παλεύει.
Και την άλλη, τις δυο χούφτες των πάντοτε καλοζωισμένων Ελλήνων. Και τους ολιγάρχες, του χρήματος και της εξουσίας.
Κι αυτή η Ελλάδα° της φτώχειας, της ανεργίας, της εξαθλίωσης, η γονατισμένη και ελεημονούσα Ελλάδα, μπορεί ν’ απλωθεί σαν ωχρά σπειροχαίτη, αν τα προγράμματα του δημοσιονομικού λοιμοκαθαρτηρίου αποτύχουν.
Μπορεί ολάκερη η Ελλάδα να γίνει αύριο σαν τη χθεσινή πλατεία Βάθης.
Και τότε τα παιδιά της θα την καταπιούν, για να χορτάσουν την πείνα τους.
Και μετά θα την ξεράσουν. Μαζί με την οργή τους.
Και βλαστημώντας στους τάφους της, για το μέλλον τους που κληρώθηκε ποτέ να μην ζήσουν.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Το σημερινό κείμενο, δεν το έγραψα φορτισμένος από τις εικόνες και τα ρεπορτάζ της τηλοψίας που κάνουν το γύρο του κόσμου. Δεν είναι απότοκο ακραίας ευαισθησίας, όπως ίσως κάποιοι νομίσουν. Μέτρησα την κάθε λέξη. Με περίσκεψη. Μπορεί, είναι η αλήθεια, και με κάποια μελαγχολία. Η κάθε πρόταση είναι προϊόν λογικής επεξεργασίας και αποφλοιωμένη από θυμό.
Πρωτίστως το έγραψα για τους εφησυχασμένους ,και όχι για να χαϊδέψω τα αυτιά των κολασμένων. Εξάλλου αυτοί δεν το χρειάζονται. Τα νοιώθουν, τα ζουν κάθε μέρα. Στους πρώτους απευθύνεται. Σ’ αυτούς που στρογγυλοκάθονται στα κεκτημένα, ξορκίζουν τα επερχόμενα, και αρνούνται να δουν αυτά που (προ)ετοιμάζονται έξω από τους φράχτες της ασφάλειας τους.