Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Ο ΔΙΑΦΑΝΟΣ ΚΥΒΟΣ ΤΗΣ "ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ"

























ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ποιήτρια και δοκιμιογράφος.

"Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε/ σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα", έγραφε πριν το ΄40 Ο Γιώργος Σαραντάρης, γνωρίζοντας καλά αυτόν το διπλό και αένανο αγώνα για τη λέξη και την ιδέα, για τη φαντασιακή και ρεαλιστική διάσταση της ζωής, αυτόν τον διαρκή αγώνα που δίνει κάθε ποιητής, εάν είναι.

Kαι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ακόμα και την ώρα του καταιγισμού των τόσων κόρων του Ανατολικού του, ξέρει να μην εγκαταλείπει, να μη φοβάται αυτή τη "φωτεινή θρυαλλίδα που έγινε φάρος", τον ήχο που σωματοποιεί τη σκέψη του - τη λέξη, μ΄ άλλα λόγια την ποίηση, τον ίδιο τον αγώνα. Ακόμα και όταν ξετυλίγονται μπροστά μας τα ατελεύτητα ηδονικά ειλητάριά του, ο Εμπειρίκος ξέρει να εμφανίζεται πατώντας πάνω στην αιχμή, πάνω στο λεπτό και άθραυστο σχοινί της καίριας, της ορισμένης σε ύψος και διάθεση λέξης, αυτής που μας δίνει και παίρνει αμέσως το χέρι μας. Γιατί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, πάνω και πέρα απ΄ το γοητευτικό πλού του εξομολογητικού, ψυχαναλυτικού αερόστατου ή Ανατολικού του, είναι ο ποιητής που διεκδικεί από τη ζωή την ελευθερία, που αναδεικνύει το θαύμα της αίσθησης, που ανασύρει την ευδαιμονία της φυσικής απόλαυσης, που πράττει μέσα στη γλώσσα μ΄ όλο τον αέρα των τολμηρών και απρόοπτων συσχετισμών, που από την παιδική ηλικία του κόσμου αποτολμούσε η σκέψη μας, αλλά που έπρεπε να έρθει ο υπερρεαλισμός για να νομιμοποιήσει.

Χειμαρρώδης και άμετρος ποιητικός ρήτορας, ο Εμπειρίκος ξέρει να λύνει τους ανέμους του, έχοντας ωστόσο δέσει καρπούς στέρεης ποίησης, ήδη από το 1934 στις λαμπερές μονάδες της Ενδοχώρας. Εκεί, πέραν του υπερρεαλιστή ανιχνεύεται η γνήσια ελληνική φυσιοκρατική καταβολή του, η δυνατότητά του να συμπυκνώνει την τόλμη και την αμεσότητα του λυρισμού ενός Αρχίλοχου με τον υψιπετή και δοξαστικό τόνο ενός διαφορετικού Σικελιανού. Εκεί, ο Εμπειρίκος συνθέτει με λέξεις, ήχους και νοήματα κυβιστικές κατασκευές θαυμαστής ποιητικής μαεστρίας.

Τα μικρά κυρίως ποιήματα της Ενδοχώρας είναι τα απλά στη δομή τους αρχιτεκτονήματα που αρθρώνονται με βάση όχι τόσο τον προφανή κυβισμό των εικόνων, αλλά το συνειρμικό, και κατ΄ αναλογίαν, κυβισμό των εννοιών. Η μία πλευρά του κοριτσιού γίνεται η άλλη πλευρά της ηδονής ή της αγάπης, η παλάμη αγγίζει τον κόσμο απ΄ τη μια και το όνειρο από την άλλη. Ορθοτομείται καθαρά η πραγματικότητα που δισυπόστατα υπάρχει ως τόπος διπλού τοπίου, ρεαλιστικού και υπερρεαλιστικού, σ΄ έναν ανοιχτό χώρο που διαγράφονται τόσο τα ελεύθερα "κάστ`ρα του ανέμου" όσο και οι στέρεοι "σπόνδυλοι της πολιτείας" που ο Εμπειρίκος προτείνει.

Με τις αρχές, τις κρυφές αρχές μιας πλαστικής τέχνης, ο Εμπειρίκος δεν ζητά να επαναδιατυπώσει τις φαντασιώσεις των ονείρων του ούτε να ερμηνεύσει το πολύτροπο πλέγμα των σκέψεών του, αλλά μεθοδικά δημιουργεί νοηματικά επίπεδα, επιφάνειες αισθητικές που στην προσέγγισή τους συνθέτουν μία ευρύτερη αισθητική και ηθική εικόνα-σημασία. Εδώ ο λόγος δεν εικονίζει μόνον υπερρεαλιστικές εκρήξεις, φαινόμενα της ηδονής και του χρώματος των αισθήσεων που εκτινάσσονται με ερωτικό ζήλο σπάζοντας τα δεσμευτικά οριά τους. Εδώ, τα σώματα-παρουσίες-λέξεις θέλουν να δηλώσουν, να γράψουν έντονα τη γήινη και ζωτική, την υλική υπόστασή τους υπακούοντας σε μια ευρύτερη - ρεαλιστικής λεπτομέρειας και υπερρεαλιστικής σύνθεσης - αλήθεια. Τίποτα δεν παρατίθεται, δεν συσσωρεύεται ταγμένο στη λογική της δυναμικής επανάληψης, τίποτα δεν διέπεται από εκείνη τη στιγμή - μετά και πρίν την Ενδοχώρα - παραληρηματική έξαρση. Η πόρτα ήδη που άνοιξε ο υπερρεαλισμός, έχει επιτρέψει στον ουρανό να μπεί και στον Εμπειρίκο να οργανώσει τις πτήσεις του.

Τον ποιητή τον ενδιαφέρει η σύνθεση, ο αγώνας για τη διεκδίκηση της σωστής λέξης που θα στερεώσει το σύνολο, η πύκνωση του νοήματος, οι πολλαπλές όψεις μιας απλοποιημένης μορφής που διατηρεί το στοιχειακό σημασιολογικό της βάρος.

Στο ποίημα "Κόρη", ο ποιητής αφαιρεί όλο το χρωματικό ιμπρεσιονισμό και τονίζοντας το καθαρό εννοιολογικό περίγραμμα του θέματός του διαμορφώνει έναν ενιαίο υφολογικό και μουσικό ρυθμό, εξελίσσοντας το νόημά του στους αναβαθμούς των κατάλληλων λέξεων: σπίτι-γάλα-κορίτσι-στήθη-περιστέρια-βυζιά-ρώγες-πουλιά-γάλα.

Απ΄την αρχή το ποίημα κρύβει και ελευθερώνει το νόημά του σε λέξεις που καλύπτουν και αποκαλύπτουν την πρώτη και μόνη ισχυρή αρχή του ποιητή: τον έρωτα. Το σπίτι είναι λαγήνι πλήρες γάλακτος, γιατί είναι πλήρες εκείνης: της κόρης, της κόρης που γυμνώνεται στον ήλιο. Τα παράθυρα του σπιτιού είναι το άνοιγμα προς την πραγματική αισθητική και ηθική αλήθεια: τα στήθη της κόρης. Τα στήθη που σφύζουν από νεότητα. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει παρά το σπίτι-στήθος. Οι πολλαπλές παραδειγματικές σχέσεις των λέξεων στήθη, ρόγες, πουλιά μεταβάλλουν το μικρό αυτό ποίημα σε απέραντο τοπίο ερωτικό. Μια κρυφή ωστόσο συμμετρία συγκρατεί αυτή την κορδέλα που τινάζεται στον αέρα και που ο Εμπειρίκος δείχνει να ξέρει να τη χορογραφεί καλά.

Η χαρά του σπιτιού είναι το γάλα που ξεχειλίζει, είναι τα στήθη που σφύζουν, είναι το σπέρμα που διαγράφει την καμπύλη του κόσμου, είναι ο έρωτας που ξεκινώντας απ΄ τον τελευταίο στίχο έρχεται να σμίξει με τον πρώτο.

Με μεγάλη οικονομία μέσων ο Εμπειρίκος αντιμετωπίζει και τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, επιδιώκοντας να εκτοξεύσει μικρά αιχμηρά βέλη μιας ασίγαστης πίστης στο ιερό του έρωτα, στην ευφροσύνη δυνατότητα βίωσης, στην ευδαίμονα διάσταση της ζωής. Ακόμα και όταν υφέρπει ένα μεταφυσικό νόημα, ο ποιητής μπροστά στην ανθρώπινη "άγνοια" δεν παραμελεί να αντιπαραθέτει με σαφήνεια τη μόνη "γνώση", τον έρωτα.

Στο ποίημα "Οχθη", κρατώντας τα ελάχιστα και απαραίτητα για ένα διπλό ταξίδι, ο ποιητής ακριβολογώντας μιλά μεταφορικά και μιλώντας μεταφορικά ακριβολογεί, ορίζοντας καλά τη σκέψη και έκφρασή του. Εδώ το οικείο τοπίο είναι ο μή τόπος μιας διαρκούς αναζήτησης της αλήθειας, είναι ο χρόνος της μέγιστης σημασίας του έρωτα και συνάμα ο μή χρόνος του άγνωστου.

Υπαινιγμοί και κυριολεξίες, λέξεις και εικόνες δίσημες: η όχθη, τα χέρια, ο ουρανός, αυτό που ζητάμε να αποσπάσουμε από κάπου αλλού, εκεί όπου μοιάζει να κείται συντελεσμένο. Τα χέρια μας κατεβάζουν τα πουλιά, τα χέρια μας ζητάνε κάπου αλλού την αλήθεια, μαθαίνουμε μ΄ αυτά τον κόσμο, μέσα από το απτό και συγκεκριμένο μπορούμε ελεύθερα να πετάμε, ανάμεσα και πέρα από τα κελεύσματα της ζωής, υπηρετώντας μάλιστα μ΄ αυτό τον τρόπο δραστικότερα τις ανθρώπινες επιταγές, επιθυμίες-ανάγκες. Διαρκείς συνυποδηλώσεις παίζουν με τον αναγνώστη και τον περιγελούν θυμίζοντάς του πώς όλα, μα όλα, εξαρτώνται, από την αύνοια ή μή του έρωτα... "Μια γυναίκα κάποτε μας σταματά/ Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξει".

Μπορεί το ποίημα να ξεκινά με τη μακρινή πλατωνική ανάμνηση της σπηλιάς μεταφερμένης εδώ στο ύπαιθρο της θαλάσσης, τελειώνει ωστόσο με την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της ερωτικής σημασίας του κόσμου μέσα από τον υπαινιγμό του χαμόγελου. Με θαυμαστή λιτότητα μέσων ο ποιητής πλησιάζει τα διαφορετικά νοηματικά πεδία που δημιουργεί έτσι ώστε να του αρμόσουν τη λέξη που λείπει: τον έρωτα. Τα χέρια μας ζητούν τον άλλον, ανταλλάσσουν λέξεις και αγγίγματα, φαντασίες και πραγματικότητες, πυροδοτούν αισθήσεις για να πάρουν και να δώσουν το μέλλον τους.

Το "ρίγος των ενιαυτών" που διαπερνά ολόκληρο το έργο του Εμπειρίκου "δεν είναι παραπέτασμα" που κλείνει τον ποιητή μέσα στο στενό αλλ΄ απέραντο δωμάτιο της ψυχανάλυσης. Είναι το πραγματικό ποιητικό ρίγος μιας σκέψης που ξέρει πως "δεν άνθισαν ματαίως τόσα θαύματα", πώς υπάρχουν οι χρωματικές εκτάσεις που βλέπουμε, πώς τα συνήθη λόγια δεν αρκούν για να δηλωθεί αυτή η μετέωρη στιγμή της ποίησης.

Ο πλοηγός του Ανατολικού, ο αρχιτέκτονας της Οκτάνας, ο ρήτωρ και υπερρεαλιστής της Υψικαμίνου και των Γενεών, ας μην ξεχνάμε πώς είναι ο ίδιος ο ποιητής του διάφανου και στέρεου κύβου της Ενδοχώρας του. Ενός ιδιαίτερου βιβλίου που αναδεικνύει την αξία της λέξης, την υπόγεια λογική μιας υπερπραγματικής σύνθεσης, τη σαφήνεια και οικονομία της γνήσιας ποιητικής λειτουργίας.







Οκτάνα θα πή απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πή δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πή αγάπη.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πή η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη
την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.

..................................

Οκτάνα θα πή ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο,
κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν
υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.