Προϊόντα Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας: κίνδυνοι για Ευρωπαίους παραγωγούς και καταναλωτές από την απελευθέρωση των αγορών στα προϊόντα τρίτων χωρών
«Από το 2002, το μερίδιο των εισαγωγών της ΕΕ έχει αυξηθεί από το 48% στο 60% της συνολικής κατανάλωσης ψαριών και αλιευτικών προϊόντων. Η ΕΕ, επομένως, εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις εισαγωγές και αυτή η ζήτηση μπορεί να καλυφθεί μόνο με ένα συνδυασμό προσφοράς τόσο από τη βιομηχανία της ΕΕ όσο και από τις εισαγωγές», ανέφερε ο αρμόδιος για το Εμπόριο Επίτροπος, κ. Ντε Χουχτ, απαντώντας στους Ευρωβουλευτές, Καθ. κ. Ιωάννη Α. Τσουκαλά και Καθ. κ. Γεώργιο Παπαστάμκο. Με αφορμή τις διαπραγματεύσεις του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και τη συζήτηση για την περαιτέρω απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου μη αγροτικών προϊόντων (ΝΑΜΑ), μεταξύ των οποίων τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (ΠΑΥ), οι Έλληνες Ευρωβουλευτές, με γραπτή ερώτησή τους, ζήτησαν πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει μια τέτοια απόφαση στον κλάδο αλιείας και υδατοκαλλιέργειας αλλά και στους Ευρωπαίους καταναλωτές.
«Στόχος της Επιτροπής, όταν εφαρμόζει την εμπορική της πολιτική για τα ΠΑΥ, είναι η επίτευξη ενός ισορροπημένου αποτελέσματος ανάμεσα, μεταξύ άλλων, σε μια πολιτική επαρκούς εφοδιασμού (συμπεριλαμβανομένου του εφοδιασμού της μεταποιητικής βιομηχανίας), στην κατάσταση και τα συμφέροντα των παραγωγών της ΕΕ και στις απαιτήσεις των καταναλωτών, λαμβάνοντας, παράλληλα, υπόψη τους στόχους της πολιτικής για δυνητική ανάπτυξη. Η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι ένας μηχανισμός οριζόντιας μείωσης των δασμών για τα ΠΑΥ, που εφαρμόζεται γενικά, αποτελεί την καλύτερη εγγύηση ώστε όλα τα μέλη του ΠΟΕ να συνεισφέρουν στην ελευθέρωση του εμπορίου των αλιευτικών προϊόντων», τόνισε ο Ευρωπαίος Επίτροπος. Σύμφωνα με τον κ. Ντε Χουχτ, στο τρέχον στάδιο των συζητήσεων, κάθε προσπάθεια για επαναταξινόμηση των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας ως χωριστού τομέα - όπως ζήτησαν οι δύο Έλληνες Ευρωβουλευτές - θα ήταν διαπραγματευτικά ιδιαίτερα δυσχερής.
Σε ερώτηση των Ευρωβουλευτών για την εξασφάλιση ποιοτικών και φθηνών αλιευτικών προϊόντων για τους Ευρωπαίους καταναλωτές και την καταπολέμηση του «κοινωνικού ντάμπιγκ», ο κ. Ντε Χουχτ ανέφερε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να επιβάλλει τα δικά της κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα σε τρίτες χώρες καθώς αυτό δεν θα συμφωνούσε με τον ΠΟΕ. Στηρίζει, ωστόσο, σθεναρά και προωθεί την επικύρωση και την αποτελεσματική εφαρμογή των διεθνώς αναγνωρισμένων συμφωνιών. Συνεπώς, κατά τις διαπραγματεύσεις εμπορικών συμφωνιών, η ΕΕ δίνει ιδιαίτερη σημασία στις διατάξεις που σχετίζονται με το εμπόριο και αφορούν ποικίλα κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα. Ο στόχος της ΕΕ είναι να πετύχει σταθερούς όρους συναλλαγών με υψηλό επίπεδο ασφάλειας των τροφίμων για τους πολίτες της. Για τον σκοπό αυτό, το νέο πιστοποιητικό παράνομων, λαθραίων και μη ρυθμισμένων αλιευμάτων επιτρέπει στην ΕΕ να εμποδίσει την είσοδο των παράνομων αλιευτικών προϊόντων στην αγορά της.
«Το ζήτημα των εισαγωγών στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ΕΕ καθώς η ευρωπαϊκή αγορά είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο, με εισαγωγές που ξεπερνούν τα 17 δις ευρώ. Σύμφωνα με προβλέψεις για την κατανάλωση, η ζήτηση ενδέχεται να αυξηθεί περίπου κατά 1,5 εκατ. τόνους έως το 2030. Αύξηση, η οποία φαίνεται ότι θα πρέπει να καλυφθεί στο σύνολό της σχεδόν από συμπληρωματικές εισαγωγές. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι 60% των ευρωπαϊκών εισαγωγών προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αρκετά από τα προϊόντα που προσφέρονται στους Ευρωπαίους καταναλωτές είναι μεν χαμηλής τιμής, αλλά αμφίβολης ποιότητας και έχουν παραχθεί κάτω από μη αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και χωρίς σεβασμό σε περιβαλλοντικούς κανόνες, προκαλώντας κατά συνέπεια ένταση του αθέμιτου ανταγωνισμού και στρέβλωση της εσωτερικής αγοράς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου να διασφαλίσει τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων πλευρών (όπως είναι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές και οι μικροί παραγωγοί και αλιείς) κι όχι μόνο της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων που επωφελείται από τα φθηνά εισαγόμενα προϊόντα. Η ΕΕ έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει την παραγωγή της και να καταστεί αυτάρκης, παράγοντας ποιοτικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας», υπογράμμισσαν οι κ.κ Τσουκαλάς και Παπαστάμκος σχολιάζοντας την απάντηση του Ευρωπαίου Επιτρόπου.