Ένα μεγάλο ποσοστό των παντρεμένων ζευγαριών, με ή χωρίς παιδιά, καταλήγει σε διαζύγιο. Για λόγους πολλούς και διαφορετικούς για τον καθένα, τα ζευγάρια αποφασίζουν, όχι χωρίς πόνο και φόβο, ότι είναι καλύτερα να συνεχίσουν τη ζωή τους χώρια. Κάποια ζευγάρια, όμως, αποφασίζουν, «για το καλό των παιδιών», να διατηρήσουν έναν κατά κάποιον τρόπο «λευκό» γάμο, να παραμείνουν δηλαδή «συγκάτοικοι». Τότε, τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα...
Ανησυχία και δισταγμοί
Η ανησυχία για τις συνέπειες που μπορεί να έχει το διαζύγιο στα παιδιά, η στενοχώρια και οι ενοχές για την ταραχή και τη θλίψη που θα τους προκαλέσει, κάνουν τους γονείς να διστάζουν πολύ περισσότερο στην απόφασή τους, ακόμη κι αν αισθάνονται ότι ο χωρισμός είναι αναπόφευκτος. Φυσικά, οι περισσότεροι τουλάχιστον, κάνουν ό,τι μπορούν και με όποιον τρόπο θεωρούν σωστό, ώστε τα παιδιά τους να περάσουν τη διαδικασία του διαζυγίου όσο πιο ανώδυνα γίνεται.
Κάθε πρόβλημα
έχει πολλές λύσεις…Σε αυτή την προσπάθεια, δεδομένων και των προσωπικών τους δυσκολιών κατά τη διαδικασία αυτή, δοκιμάζουν διάφορες «μεθόδους» για να κάνουν το διαζύγιο λιγότερο οδυνηρό για τα παιδιά: Κάποιοι αποφασίζουν να τους το κρύψουν αρχικά και να τους πούνε ένα ψέμα για να «μην τους έρθει τόσο απότομα» (π.χ. λένε ότι ο μπαμπάς θα πάει ένα μεγάλο ταξίδι για τη δουλειά του), κάποιοι χωρίζουν σταδιακά, μένοντας όλο και πιο μεγάλα διαστήματα χώρια, κάποιοι άλλοι, συνήθως επειδή πιστεύουν ότι τα παιδιά τους είναι πολύ μικρά για να «καταλάβουν» τους λόγους του διαζυγίου και να το δεχτούν, αποφασίζουν να μείνουν «συγκάτοικοι» για χάρη τους.
Μαρτυρία
«... σαν ζευγάρι»
Αυτό έκαναν η Στέλλα και ο Γεράσιμος, όταν μετά από αρκετά σκαμπανεβάσματα στο γάμο τους έφτασαν στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται να καταφέρουν να λύσουν τα προβλήματα και τις διαφορές που τους έφερναν κάθε τόσο σε σύγκρουση. Να πώς περιγράφει την κατάσταση η Στέλλα: «Ο Μανώλης, ο γιος μας, ήταν τότε 4 ετών. Ο Γεράσιμος είχε ήδη φύγει δύο-τρεις φορές για κάποιο διάστημα από το σπίτι, είχε μείνει στους δικούς του, και μετά κάθε φορά το ξαναπροσπαθούσαμε, δυστυχώς όμως δεν κρατούσε πολύ η ηρεμία. Όμως, τι έφταιγε το παιδί; Σε αυτό συμφωνούσαμε και οι δύο, ότι το παιδί ήταν πολύ μικρό για να καταλάβει και να μπορέσει κάπως να δεχτεί ένα διαζύγιο. Πώς να εξηγήσεις σε ένα παιδάκι 3-4 ετών; Έτσι, λοιπόν, του πρότεινα να κάνουμε κάτι σαν συμφωνία: Ότι ο καθένας μας θα θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο, με την έννοια ότι δεν θα περιμένουμε αυτά που ίσως περιμένουν τα ανδρόγυνα ο ένας από τον άλλον, ότι δεν θα έχουμε σεξουαλικές σχέσεις, αλλά, κατά τα άλλα, προς τα έξω και προς το παιδί θα είμαστε σαν ζευγάρι, θα συνεχίσουμε να ζούμε στο σπίτι μας, θα κάνουμε με το παιδί ό,τι κάναμε πάντα, βόλτες όλοι μαζί, κοινές διακοπές, έστω για λίγο κλπ. Συμφώνησε, γιατί και αυτός δεν άντεχε να αποχωριστεί οριστικά το παιδί (και εμένα, όπως έλεγε), ούτε ήθελε να ζήσει μόνος του ξαφνικά». Στην περίπτωση αυτή, η Στέλλα και ο Γεράσιμος αποφασίζουν, για χάρη του παιδιού, να διατηρήσουν ένα «λευκό» γάμο, με την πεποίθηση -ή ίσως απλώς την ελπίδα- ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατέψουν το παιδί τους από τις αβαρίες ενός χωρισμού που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει.
Ο καθένας στον κόσμο του
Σίγουρα δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την αγωνία των γονιών για τα παιδιά τους, όμως συνήθως κάτω από την εύκολη δικαιολογία «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό στα παιδιά» κρύβονται δισταγμοί, φόβοι και ανασφάλειες εντελώς προσωπικές: «Μπορώ να αντέξω τη μοναξιά;», «Μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν/ήν;», «Θα τα βγάλω πέρα στη ζωή μου;», «Και αν μου το καταλογίζουν μια ζωή;», που κάνουν την απόφαση του χωρισμού δύσκολη, πολλές φορές αδύνατη. Αν και το ζευγάρι αυτό προχωρά σε αυτή τη μορφή «συγκατοίκησης» έχοντας κλείσει ρητά τη συμφωνία -κάτι που είναι μάλλον ασυνήθιστο-, παρ’ όλα αυτά είναι πολλά τα ζευγάρια που κάνουν επί χρόνια κάτι αντίστοιχο χωρίς ποτέ να το έχουν κουβεντιάσει, πολύ λιγότερο συμφωνήσει μεταξύ τους: «Έχουμε απομακρυνθεί, ο καθένας είναι στο δικό του κόσμο, αλλά για τα παιδιά είναι καλύτερα έτσι από το να χωρίζαμε…», «Αν δεν ήταν τα παιδιά, θα έφευγα αυτή τη στιγμή, αλλά δεν μπορώ να τους το κάνω αυτό και έτσι μένω…» είναι τα επιχειρήματα όσων παραμένουν σε σχέσεις υπό διάλυση «για χάρη των παιδιών», όπως λένε.
Μαζί και ας τσακώνονται…Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Αποβαίνει πράγματι τελικά προς όφελος των παιδιών μια τέτοια συγκατοίκηση; Φυσικά, κανένα παιδί δεν θέλει να χωρίσουν οι γονείς του. Πολύ συχνά, μάλιστα, τα παιδιά δηλώνουν ότι προτιμούν οι γονείς τους να είναι μαζί και ας τσακώνονται συχνά και άγρια. Αν μιλήσει όμως κανείς περισσότερο μαζί τους, διαπιστώνει ότι αυτό που εντέλει προτιμούν τα παιδιά είναι το γνώριμο και το οικείο (που είναι: οι γονείς μαζί, έστω κι αν σκοτώνονται) από το άγνωστο (που είναι: οι γονείς χωρισμένοι ), το οποίο βέβαια φαντάζει πολύ απειλητικό. Τα παιδιά προτιμούν σίγουρα και ζουν καλά μαζί με δύο γονείς που αγαπιούνται ή που έστω έχουν αποφασίσει να ζουν μαζί γιατί οι ίδιοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, και όχι με δύο γονείς που «θυσιάζονται» γι’ αυτά ή που προσποιούνται κάτι που δεν είναι, κοροϊδεύοντας τα παιδιά τους.
Μαρτυρία
«Το τίμημα της κοροϊδίας»
Η μαρτυρία του Μιχάλη, 20 ετών: «Οι γονείς μου χώρισαν πριν από 2 χρόνια και μείναμε όλοι άναυδοι! Δεν τσακωνόντουσαν σχεδόν ποτέ, αν και βέβαια καταλαβαίναμε ότι δεν τους ένωναν και πολλά πράγματα. Μας είπαν ότι ήταν 5 χρόνια που είχε ξεκινήσει όλο αυτό, αλλά περίμεναν να είμαστε πιο μεγάλοι για να μην πληγωθούμε τόσο πολύ! Δεν τους συγχωρώ αυτή την κοροϊδία, θα προτιμούσα να τσακώνονται, να σκοτώνονται… Θέλησαν υποτίθεται να μας προστατέψουν με το να μας φερθούν σαν σε ηλίθιους. Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου σε αυτούς και δεν ξέρω αν θα την ξαναβρώ ποτέ…».
Μια δύσκολη «συνταγή»Υπάρχει βέβαια και ένας άλλος τρόπος συγκατοίκησης. Μάλιστα, αν οι γονείς καταφέρουν να πετύχουν τη «συνταγή», μπορεί πράγματι να αποτελεί μια καλή λύση για όλους. Πρόκειται για τα ζευγάρια που μετά το διαζύγιο αποφασίζουν, για λόγους πρακτικούς και για να συνεχίσουν να είναι κοντά στα παιδιά τους, να συγκατοικήσουν κάτω από την ίδια στέγη (το καλύτερο είναι, βέβαια, π.χ. σε δύο χωριστά διαμερίσματα στην ίδια πολυκατοικία ή χωρίζοντας το σπίτι της οικογένειας έτσι που να έχει ο καθένας τον ιδιωτικό του χώρο). Αυτά τα ζευγάρια δεν προσπαθούν να κρύψουν κάτι από τα παιδιά τους, ούτε να αποφύγουν με διάφορα άλλοθι τη δύσκολη απόφαση.
Τα συστατικά της ισορροπίας
Έστω κι αν αρκετές φορές παρατηρείται και σε αυτά τα ζευγάρια μια δυσκολία να κάνουν το οριστικό βήμα της εντελώς χωριστής ζωής, η λύση αυτή μπορεί να έχει, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για ένα διάστημα, πλεονεκτήματα για όλους: Και οι δύο γονείς διατηρούν την καθημερινή εγγύτητα που είχαν με τα παιδιά τους, απαλλάσσοντάς τα έτσι από το φόβο μήπως «χάσουν» τον ένα γονιό και προσφέροντάς τους αίσθηση
σιγουριάς, παρά το χωρισμό. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να πετύχει ένα τέτοιο «εγχείρημα» είναι ένα πολύ «ξεκάθαρο» διαζύγιο, καλή και συνεχής συνεννόηση μεταξύ των δύο πρώην συζύγων και -κυρίως- η θέληση και η προσπάθεια, παρά τη συγκατοίκηση, να φτιάξει ο καθένας μια καινούργια, αυτόνομη ζωή και να επιτρέψει και στον άλλο να κάνει το ίδιο.
Χειρότερος εχθρός, οι ενοχές!
Φυσικά, για τους γονείς που χωρίζουν, οι ενοχές βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη। Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν πρέπει να ενδίδουν σε αυτές. Το διαζύγιο, όπως και ο γάμος, είναι μια πράξη σεβαστή και θαρραλέα. Όσο κι αν οι γονείς, τα πεθερικά και διάφοροι καλοθελητές μουρμουράνε τα δικά τους, δημιουργώντας αμέτρητες ενοχές, κανένας γονιός δεν αποφασίζει επιπόλαια και χωρίς σοβαρό λόγο να χωρίσει. Όσο ρίσκο κι αν περιέχει αυτή η επιλογή, σημαίνει ότι αποφασίζει κανείς να πάρει την ευθύνη μιας δύσκολης αλλαγής, αντί να χρησιμοποιεί τα παιδιά του ως άλλοθι («Δεν χωρίζω γιατί σκέφτομαι τα παιδιά»), φορτώνοντάς τα με μια υποχρέωση που δεν ξεχρεώνεται ποτέ («Θυσίασα την ευτυχία μου για εσάς»).
www.vita.gr
Ανησυχία και δισταγμοί
Η ανησυχία για τις συνέπειες που μπορεί να έχει το διαζύγιο στα παιδιά, η στενοχώρια και οι ενοχές για την ταραχή και τη θλίψη που θα τους προκαλέσει, κάνουν τους γονείς να διστάζουν πολύ περισσότερο στην απόφασή τους, ακόμη κι αν αισθάνονται ότι ο χωρισμός είναι αναπόφευκτος. Φυσικά, οι περισσότεροι τουλάχιστον, κάνουν ό,τι μπορούν και με όποιον τρόπο θεωρούν σωστό, ώστε τα παιδιά τους να περάσουν τη διαδικασία του διαζυγίου όσο πιο ανώδυνα γίνεται.
Κάθε πρόβλημα
έχει πολλές λύσεις…Σε αυτή την προσπάθεια, δεδομένων και των προσωπικών τους δυσκολιών κατά τη διαδικασία αυτή, δοκιμάζουν διάφορες «μεθόδους» για να κάνουν το διαζύγιο λιγότερο οδυνηρό για τα παιδιά: Κάποιοι αποφασίζουν να τους το κρύψουν αρχικά και να τους πούνε ένα ψέμα για να «μην τους έρθει τόσο απότομα» (π.χ. λένε ότι ο μπαμπάς θα πάει ένα μεγάλο ταξίδι για τη δουλειά του), κάποιοι χωρίζουν σταδιακά, μένοντας όλο και πιο μεγάλα διαστήματα χώρια, κάποιοι άλλοι, συνήθως επειδή πιστεύουν ότι τα παιδιά τους είναι πολύ μικρά για να «καταλάβουν» τους λόγους του διαζυγίου και να το δεχτούν, αποφασίζουν να μείνουν «συγκάτοικοι» για χάρη τους.
Μαρτυρία
«... σαν ζευγάρι»
Αυτό έκαναν η Στέλλα και ο Γεράσιμος, όταν μετά από αρκετά σκαμπανεβάσματα στο γάμο τους έφτασαν στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται να καταφέρουν να λύσουν τα προβλήματα και τις διαφορές που τους έφερναν κάθε τόσο σε σύγκρουση. Να πώς περιγράφει την κατάσταση η Στέλλα: «Ο Μανώλης, ο γιος μας, ήταν τότε 4 ετών. Ο Γεράσιμος είχε ήδη φύγει δύο-τρεις φορές για κάποιο διάστημα από το σπίτι, είχε μείνει στους δικούς του, και μετά κάθε φορά το ξαναπροσπαθούσαμε, δυστυχώς όμως δεν κρατούσε πολύ η ηρεμία. Όμως, τι έφταιγε το παιδί; Σε αυτό συμφωνούσαμε και οι δύο, ότι το παιδί ήταν πολύ μικρό για να καταλάβει και να μπορέσει κάπως να δεχτεί ένα διαζύγιο. Πώς να εξηγήσεις σε ένα παιδάκι 3-4 ετών; Έτσι, λοιπόν, του πρότεινα να κάνουμε κάτι σαν συμφωνία: Ότι ο καθένας μας θα θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο, με την έννοια ότι δεν θα περιμένουμε αυτά που ίσως περιμένουν τα ανδρόγυνα ο ένας από τον άλλον, ότι δεν θα έχουμε σεξουαλικές σχέσεις, αλλά, κατά τα άλλα, προς τα έξω και προς το παιδί θα είμαστε σαν ζευγάρι, θα συνεχίσουμε να ζούμε στο σπίτι μας, θα κάνουμε με το παιδί ό,τι κάναμε πάντα, βόλτες όλοι μαζί, κοινές διακοπές, έστω για λίγο κλπ. Συμφώνησε, γιατί και αυτός δεν άντεχε να αποχωριστεί οριστικά το παιδί (και εμένα, όπως έλεγε), ούτε ήθελε να ζήσει μόνος του ξαφνικά». Στην περίπτωση αυτή, η Στέλλα και ο Γεράσιμος αποφασίζουν, για χάρη του παιδιού, να διατηρήσουν ένα «λευκό» γάμο, με την πεποίθηση -ή ίσως απλώς την ελπίδα- ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατέψουν το παιδί τους από τις αβαρίες ενός χωρισμού που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει.
Ο καθένας στον κόσμο του
Σίγουρα δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την αγωνία των γονιών για τα παιδιά τους, όμως συνήθως κάτω από την εύκολη δικαιολογία «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό στα παιδιά» κρύβονται δισταγμοί, φόβοι και ανασφάλειες εντελώς προσωπικές: «Μπορώ να αντέξω τη μοναξιά;», «Μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν/ήν;», «Θα τα βγάλω πέρα στη ζωή μου;», «Και αν μου το καταλογίζουν μια ζωή;», που κάνουν την απόφαση του χωρισμού δύσκολη, πολλές φορές αδύνατη. Αν και το ζευγάρι αυτό προχωρά σε αυτή τη μορφή «συγκατοίκησης» έχοντας κλείσει ρητά τη συμφωνία -κάτι που είναι μάλλον ασυνήθιστο-, παρ’ όλα αυτά είναι πολλά τα ζευγάρια που κάνουν επί χρόνια κάτι αντίστοιχο χωρίς ποτέ να το έχουν κουβεντιάσει, πολύ λιγότερο συμφωνήσει μεταξύ τους: «Έχουμε απομακρυνθεί, ο καθένας είναι στο δικό του κόσμο, αλλά για τα παιδιά είναι καλύτερα έτσι από το να χωρίζαμε…», «Αν δεν ήταν τα παιδιά, θα έφευγα αυτή τη στιγμή, αλλά δεν μπορώ να τους το κάνω αυτό και έτσι μένω…» είναι τα επιχειρήματα όσων παραμένουν σε σχέσεις υπό διάλυση «για χάρη των παιδιών», όπως λένε.
Μαζί και ας τσακώνονται…Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Αποβαίνει πράγματι τελικά προς όφελος των παιδιών μια τέτοια συγκατοίκηση; Φυσικά, κανένα παιδί δεν θέλει να χωρίσουν οι γονείς του. Πολύ συχνά, μάλιστα, τα παιδιά δηλώνουν ότι προτιμούν οι γονείς τους να είναι μαζί και ας τσακώνονται συχνά και άγρια. Αν μιλήσει όμως κανείς περισσότερο μαζί τους, διαπιστώνει ότι αυτό που εντέλει προτιμούν τα παιδιά είναι το γνώριμο και το οικείο (που είναι: οι γονείς μαζί, έστω κι αν σκοτώνονται) από το άγνωστο (που είναι: οι γονείς χωρισμένοι ), το οποίο βέβαια φαντάζει πολύ απειλητικό. Τα παιδιά προτιμούν σίγουρα και ζουν καλά μαζί με δύο γονείς που αγαπιούνται ή που έστω έχουν αποφασίσει να ζουν μαζί γιατί οι ίδιοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, και όχι με δύο γονείς που «θυσιάζονται» γι’ αυτά ή που προσποιούνται κάτι που δεν είναι, κοροϊδεύοντας τα παιδιά τους.
Μαρτυρία
«Το τίμημα της κοροϊδίας»
Η μαρτυρία του Μιχάλη, 20 ετών: «Οι γονείς μου χώρισαν πριν από 2 χρόνια και μείναμε όλοι άναυδοι! Δεν τσακωνόντουσαν σχεδόν ποτέ, αν και βέβαια καταλαβαίναμε ότι δεν τους ένωναν και πολλά πράγματα. Μας είπαν ότι ήταν 5 χρόνια που είχε ξεκινήσει όλο αυτό, αλλά περίμεναν να είμαστε πιο μεγάλοι για να μην πληγωθούμε τόσο πολύ! Δεν τους συγχωρώ αυτή την κοροϊδία, θα προτιμούσα να τσακώνονται, να σκοτώνονται… Θέλησαν υποτίθεται να μας προστατέψουν με το να μας φερθούν σαν σε ηλίθιους. Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου σε αυτούς και δεν ξέρω αν θα την ξαναβρώ ποτέ…».
Μια δύσκολη «συνταγή»Υπάρχει βέβαια και ένας άλλος τρόπος συγκατοίκησης. Μάλιστα, αν οι γονείς καταφέρουν να πετύχουν τη «συνταγή», μπορεί πράγματι να αποτελεί μια καλή λύση για όλους. Πρόκειται για τα ζευγάρια που μετά το διαζύγιο αποφασίζουν, για λόγους πρακτικούς και για να συνεχίσουν να είναι κοντά στα παιδιά τους, να συγκατοικήσουν κάτω από την ίδια στέγη (το καλύτερο είναι, βέβαια, π.χ. σε δύο χωριστά διαμερίσματα στην ίδια πολυκατοικία ή χωρίζοντας το σπίτι της οικογένειας έτσι που να έχει ο καθένας τον ιδιωτικό του χώρο). Αυτά τα ζευγάρια δεν προσπαθούν να κρύψουν κάτι από τα παιδιά τους, ούτε να αποφύγουν με διάφορα άλλοθι τη δύσκολη απόφαση.
Τα συστατικά της ισορροπίας
Έστω κι αν αρκετές φορές παρατηρείται και σε αυτά τα ζευγάρια μια δυσκολία να κάνουν το οριστικό βήμα της εντελώς χωριστής ζωής, η λύση αυτή μπορεί να έχει, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για ένα διάστημα, πλεονεκτήματα για όλους: Και οι δύο γονείς διατηρούν την καθημερινή εγγύτητα που είχαν με τα παιδιά τους, απαλλάσσοντάς τα έτσι από το φόβο μήπως «χάσουν» τον ένα γονιό και προσφέροντάς τους αίσθηση
σιγουριάς, παρά το χωρισμό. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να πετύχει ένα τέτοιο «εγχείρημα» είναι ένα πολύ «ξεκάθαρο» διαζύγιο, καλή και συνεχής συνεννόηση μεταξύ των δύο πρώην συζύγων και -κυρίως- η θέληση και η προσπάθεια, παρά τη συγκατοίκηση, να φτιάξει ο καθένας μια καινούργια, αυτόνομη ζωή και να επιτρέψει και στον άλλο να κάνει το ίδιο.
Χειρότερος εχθρός, οι ενοχές!
Φυσικά, για τους γονείς που χωρίζουν, οι ενοχές βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη। Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν πρέπει να ενδίδουν σε αυτές. Το διαζύγιο, όπως και ο γάμος, είναι μια πράξη σεβαστή και θαρραλέα. Όσο κι αν οι γονείς, τα πεθερικά και διάφοροι καλοθελητές μουρμουράνε τα δικά τους, δημιουργώντας αμέτρητες ενοχές, κανένας γονιός δεν αποφασίζει επιπόλαια και χωρίς σοβαρό λόγο να χωρίσει. Όσο ρίσκο κι αν περιέχει αυτή η επιλογή, σημαίνει ότι αποφασίζει κανείς να πάρει την ευθύνη μιας δύσκολης αλλαγής, αντί να χρησιμοποιεί τα παιδιά του ως άλλοθι («Δεν χωρίζω γιατί σκέφτομαι τα παιδιά»), φορτώνοντάς τα με μια υποχρέωση που δεν ξεχρεώνεται ποτέ («Θυσίασα την ευτυχία μου για εσάς»).
www.vita.gr
Τι πληγώνει τα παιδιά
Όταν οι γονείς παίρνουν την απόφαση από κοινού, ή ο καθένας μόνος του, να συνεχίσουν την τυπική, ψυχρή συμβίωση, γιατί, εφόσον δεν τσακώνονται και συζούν ειρηνικά, είναι καλύτερα για τα παιδιά από το να χωρίζανε τελείως, αυταπατώνται σε κάτι πολύ σημαντικό: Τα παιδιά δεν πληγώνονται μόνο από τις συγκρούσεις και τους τσακωμούς, αλλά και από την ψυχρότητα, την έλλειψη τρυφερότητας, την εικόνα ενός ζευγαριού που δεν αγαπιέται, που θα τα ακολουθεί και θα στοιχειώνει τις δικές τους σχέσεις για μια ζωή: «Πώς να πάνε καλά οι σχέσεις μου; Δεν θυμάμαι στην οικογένειά μου ενήλικοι να δείχνουν αγάπη ο ένας
στον άλλον...».