Δεν είναι και λίγοι αυτοί που προδιαγράφουν ότι το μέλλον της Ελλάδας θα είναι αντίστοιχο του πρόσφατου παρελθόντος της Αργεντινής. Τι όμως σημαίνει αυτό; Πως οδηγήθηκε η Αργεντινή στην κατάρρευση, τι συνέβη τις πρώτες ώρες μετά την πτώχευση κα κυρίως, πως κατάφερε να ορθοποδήσει και πάλι; Η ιστορία είναι συγκλονιστική – και άκρως διδακτική.
Όλα ξεκινούν τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχές του ’90. Υπό την προεδρία του Κάρλος Μένεμ εφαρμόστηκε η «Αρχή της Μετατρεψιμότητας». Τι σήμαινε αυτό; Η κυβέρνηση αποφάσισε αυθαίρετα μια περίεργη ισοτιμία χωρίς να υπολογίσει την αντίδραση των αγορών: 1 πέσο ισούται με 1 δολάριο. Θεωρητικός στόχος ήταν να ελεγχθεί ο υπερπληθωρισμός, που άγγιξε μέχρι και το 4.000% ετησίως. Όμως, έτσι έγινε το πέσο τόσο ακριβό σε διεθνές επίπεδο που «σκότωσε» την οικονομία της χώρας αφού μαράζωσε τις εξαγωγές, την εγχώρια παραγωγή και όλο το σύστημα.
Κάπως έτσι σμπαράλιασε η οικονομία μιας χώρας που θεωρούνταν από τις πιο πλούσιες παγκοσμίως. Το χρέος ανέβαινε και το 1999 η κυβέρνηση Μένεμ αναγκάστηκε να υπογράψει συμφωνία με το ΔΝΤ για 12 δισ. δολάρια. Και το τότε Μνημόνιο θύμιζε Ελλάδα του 2011. Προέβλεπε σκληρές ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων. Εγιναν περίπου 150.000 απολύσεις από το Δημόσιο. Σημαντικές κρατικές εταιρείες πουλήθηκαν για να μπορέσουν να πληρωθούν οι συντάξεις. Αλλά έτσι άρχισε να καταστρέφεται σταδιακά ο παραγωγικός ιστός της Αργεντινής, εργοστάσια έκλειναν το ένα μετά το άλλο, το εξωτερικό χρέος της χώρας μεγάλωνε μέρα με τη μέρα φτάνοντας τα 130 δισεκατομμύρια δολάρια. Και διαρκώς αυξάνονταν εξαιτίας των τόκων που προσθέτονταν καθημερινά. Η ύφεση παρέμενε, το ίδιο και η ανέχεια, η διαφθορά συνέχιζε να χορεύει αργεντίνικο τάνγκο. Ουσιαστικά τα λεφτά που έπαιρναν από το ΔΝΤ, έμπαιναν από το ένα παράθυρο και έβγαιναν από το άλλο για πληρωθούν οι πιστωτές. Αρκούσε να γίνει ένα μπαμ. Και αυτό έγινε δυο χρόνια μετά την είσοδο του ΔΝΤ στην χώρα, ακριβώς μια δεκαετία πριν, το 2001.
Πως έγινε αυτό το μπαμ; Καταρχήν, με έξωθεν επιβολή. Οι διεθνείς αγορές εξισορρόπησαν την ισοτιμία σε 1:0,25, δηλαδή όποιος πήγαινε στην τράπεζα και έλεγε ότι είχε αποταμιευμένα 100 δολάρια, τον πληροφορούσαν ότι αυτά είχαν γίνει... 25. Όπως περιγράφει και ο δημοσιογράφος Γιώργος Αυγερόπουλος, που βρέθηκε τότε αλλά ξαναπήγε τώρα στην Αργεντινή για τα ντοκιμαντέρ του, άνθρωποι που «μέχρι εκείνη τη στιγμή ζούσαν μια χαρά, είχαν κανονικές δουλειές» ξαφνικά βρέθηκαν να μην έχουν χρήματα για να πληρώσουν το εισιτήριο του λεωφορείου. Και όλο αυτό προέκυψε από το περίφημο «Corralito» που εφάρμοσε η κυβέρνηση, αρχικά απαγορεύοντας πλήρως τις αναλήψεις από τις τράπεζες και μετά, μπροστά στην γενική κατακραυγή, θεσπίζοντας ένα όριο 250 πέσος την εβδομάδα για να κάνει οποιοσδήποτε ανάληψη από οποιαδήποτε τράπεζα.
Τότε ήταν που η κυβέρνηση αναγκάστηκε σε παραίτηση και ο τότε πρόεδρός της, Φερνάντο δε λα Ρούα, εγκατέλειπε τη χώρα με ένα ελικόπτερο και έβλεπε από ψηλά τους ανθρώπους να σπάνε τράπεζες είτε με τις κατσαρόλες είτε με λοστούς, σεκιουριτάδες να πυροβολούν στο ψαχνό τον κόσμο που λεηλατούσε σουπερμάρκετ, ανέργους μαζεμένους να σκίζουν λάστιχα αυτοκινήτων για να τα κάψουν. Περισσότεροι από είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι, κάπου ο μισός πληθυσμός της χώρας, πέρασαν μέσα σε πολύ μικρό διάστημα από τη σχετική ευμάρεια στην απόλυτη ανέχεια. Η καθημερινότητα στην χώρα έγινε φριχτή. Οι πολίτες περίμεναν με τις ώρες έξω από τις θωρακισμένες με ατσαλένια ρολά και συρματοπλέγματα τράπεζες, για ν´ αναλάβουν τις οικονομίες τους, που είχαν υποτιμηθεί. Αλλοι έσπαγαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι πετούσαν πέτρες.
Οι συντάξεις δεν μειώθηκαν εκείνο το διάστημα, είχε προηγηθεί όμως μια μείωσή τους 13% πριν από την κρίση στις ήδη χαμηλές συντάξεις. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, αν και δεν υπήρξαν περικοπές στις αποδοχές τους, είχαν δικαίωμα να εισπράττουν μόνο 250 πέσος την εβδομάδα, ποσό αρκετό μόνο για τις βασικές ανάγκες. Στον ιδιωτικό έγιναν απολύσεις και οι πληρωμές συχνά γίνονταν σε ένα από τα πολλά διαφορετικά νομίσματα που άρχισαν να κυκλοφορούν στη χώρα. Τα περισσότερα νοσοκομεία είναι ιδιωτικά, όπως και τα σχολεία, οπότε η περίθαλψη ήταν ανάλογη του τι μπορούσε να καταβάλει κανείς για να βρει την υγειά του. Σε όσα ιδρύματα επιδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό έγιναν περικοπές και πολλά από αυτά δεν μπορούσαν να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες. Πλήθος ανθρώπων, κυρίως οι πιο νέοι, μετανάστευσαν στην Ευρώπη».
Εφήμερες κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Η κρίση έδειχνε να μην έχει τελειωμό. Η χώρα πέρναγε διά πυρός και σιδήρου. Και πώς γλίτωσε; Όταν ο πρόεδρός της, ο Νέστορ Κίρχνερ, το 2005, δύο χρόνια μετά την εκλογική του νίκη, πήγε στο ΔΝΤ με μία από τις τέσσερις δόσεις που χρωστούσε η χώρα του. «Αυτά είναι... Πάρτε τα και δεν θέλουμε καμιά σχέση με έναν οργανισμό που θα έπρεπε να δανείζει για να γίνεται ανάπτυξη. Εσείς είστε τοκογλύφοι», τους είπε και τους γύρισε την πλάτη. Είχε μαζέψει και τα υπόλοιπα λεφτά από τότε που επήλθε η πτώχευση. Αλλά τα έριξε στην αγορά – ενώ παράλληλα λειτουργούσε (έστω με προβλήματα) η ανταλλακτική οικονομία, το κίνημα του κοινωνικού χρήματος και πολλά άλλα που βασίζονταν στην ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ των ίδιων των πωλητών.