Οι γιατροί που αγνοούν τη σημασία του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου των ασθενών τους, όταν αξιολογούν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιοπάθειας, παραλείπουν ένα κρίσιμο στοιχείο, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη διάγνωση και ανεπαρκή θεραπεία, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η έρευνα έγινε από ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου του πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, υπό τον καθηγητή Κέβιν Φισκέλα, και δημοσιεύτηκε στο έγκυρο καρδιολογικό περιοδικό "American Heart Journal". Η νέα μελέτη επισημαίνει ότι οι καρδιολόγοι συνήθως επικεντρώνουν την προσοχή τους σε παράγοντες κινδύνου, όπως η υψηλή χοληστερίνη, η πίεση του αίματος, το κάπνισμα, η ηλικία και η κληρονομικότητα, αλλά συνήθως δεν δίνουν σημασία στο ύψος εισοδήματος του ασθενούς και στο μορφωτικό επίπεδό του.
Σύμφωνα όμως με την έρευνα, το χαμηλό εισόδημα και η έλλειψη μόρφωσης αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο, μάλιστα σχεδόν τον διπλασιάζουν, στον χρονικό ορίζοντα των επόμενων δέκα ετών, σε σχέση με τα πιο πλούσια και μορφωμένα άτομα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, αν συμπεριληφθούν αυτοί οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες κατά τη διάγνωση, τότε αυξάνεται κατά 15% περίπου ο αριθμός των ασθενών που κρίνεται ότι πρέπει να κάνουν θεραπεία με φάρμακα κατά της χοληστερίνης, να πάρουν ασπιρίνη, να κάνουν αλλαγές στη διατροφή, σωματική άσκηση κλπ.
Η επίδραση του χαμηλού εισοδηματικού και μορφωτικού επιπέδου συμβαίνει μέσω ενός συνδυασμού παραγόντων: αυξημένο χρόνιο στρες λόγω της φτώχιας, διαβίωση σε λιγότερο υγιεινό περιβάλλον, χειρότερη πρόσβαση σε ποιοτικού επιπέδου υπηρεσίες υγείας κ.α.