Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Περίσσευσε η αναλγησία.


Στη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών 117 πρώην βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, διεκδικούν από το... υπό κατάρρευση ελληνικό Δημόσιο εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ως αναδρομικά.

Ζητούν τη μισθολογική εξίσωση με τους δικαστικούς και απαιτούν αποζημιώσεις και με το νόμιμο τόκο. Έχει χαθεί η λογική και η σύνεση από αυτό τον τόπο, δεν εξηγείται διαφορετικά.

Οι πρώτες δέσμες αγωγών των πρώην βουλευτών και συνταξιούχων βουλευτών αναμένεται να συζητηθούν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.

Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα αναβλήθηκε για τον Φεβρουάριο του 2012 η εκδίκαση των αγωγών που είχε καταθέσει ομάδα πρώην βουλευτών. Ανάλογες όμως αγωγές βουλευτών εκκρεμούν και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Μεταξύ αυτών που έχουν προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια, διεκδικώντας διαφορές αποδοχών, είναι ηχηρά ονόματα απόμαχων βουλευτών που κυριάρχησαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην πολιτική σκηνή της χώρας και διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις του τόπου, όπως είναι οι κ.κ Άκης Τσοχατζόπουλος, Τάσος Μαντέλης, Γιώργος Ανωμερίτης, Γιώργος Δρυς, Ελισάβετ Παπαζώη, Κεφαλογιάννης, Πέτρος Δούκας, Λευτέρης Ζαγορίτης, Αναστάσιος Καραμάριος, Θ. Κασίμης, Νίκος Κατσαρός, Πέτρος Τατούλης, Αντώνης Φούσας.

Από τους 117 που κατέθεσαν αγωγές, οι 64 πρώην βουλευτές ήταν στη Ν.Δ και οι 50 στο ΠΑΣΟΚ.

Το ακριβές ποσό που ζητούν οι 117 πρώην βουλευτές μέσω των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί, καθώς οι διεκδικήσεις κυμαίνονται ανάλογα με τα χρόνια που διετέλεσε ο καθένας βουλευτής.

Για παράδειγμα: Βουλευτής, ο οποίος διετέλεσε βουλευτής 37 μήνες (τρία χρόνια και κάτι) διεκδικεί διαφορές βουλευτικής αποζημίωσης ύψους 240.196 ευρώ συν τους νόμιμους τόκους. Επιπλέον, όλοι σχεδόν διεκδικούν από το ελληνικό δημόσιο και χρηματική ικανοποίηση ύψους 10.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την μη αναπροσαρμογή των αποδοχών τους!

Ορισμένοι μάλιστα έχουν καταθέσει και δύο αγωγές για διαφορετικές βουλευτικές περιόδους. Μεταξύ αυτών είναι οι πρώην βουλευτές Ι. Βαϊνάς, Μυρσίνη Ζορμπά, Εμμ. Λουκάκης και Σωτ. Στολίδης.

Ωστόσο, παραιτήθηκαν από τις αγωγές τους ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης δύο πρώην βουλευτές, ο Μιχάλης Λιάπης, ο Λεωνίδας Τζανής, καθώς και η χήρα του Παναγιώτη Κοσιώνη.

Ήδη όμως έχουν εκδοθεί και τρεις αποφάσεις από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Δύο από αυτές τις αγωγές έγιναν μερικώς δεκτές και μία τρίτη απορρίφθηκε, ενώ το δημόσιο άσκησε ήδη έφεση επί των δύο αυτών αγωγών.

Οι πρώην βουλευτές διεκδικούν τις διαφορές των αποδοχών τους που, σύμφωνα με τους ίδιους, «παράνομα» δεν τους χορηγήθηκαν μετά την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών.

Όπως είναι γνωστό, το 2006 με απόφαση του Μισθοδικείου οι αποδοχές των προέδρων των τριών μεγάλων δικαστηρίων της χώρας (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου) εξομοιώθηκαν με τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) που ανέρχονταν τότε περίπου στα 9.500 ευρώ. Έτσι από 1.5.2000 αυξήθηκαν οι αποδοχές του προέδρου στις 10.271 ευρώ και του αντιπροέδρου στα 7.190 ευρώ.

Με την απόφαση του Μισθοδικείου στους δικαστές δόθηκαν αναδρομικές διαφορές της πενταετίας 2000-2005. Ακολουθώντας τον κανόνα της πυραμίδας, μετά την επίμαχη απόφαση του Μισθοδικείου, αυξήθηκαν ανάλογα και οι αποδοχές των υπολοίπων ιεραρχικά δικαστών.

Οι πρώην βουλευτές διεκδικούν τις διαφορές των αποδοχών τους σε βάθος χρόνου, διεκδικώντας την εξίσωση τους με αυτές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.

Να σημειωθεί ότι και πριν την επίμαχη απόφαση του Μισθοδικείου του 2006 υπήρξαν και άλλες δικαστικές αποφάσεις που χορήγησαν αναπροσαρμοσμένες αυξήσεις στις αποδοχές των δικαστών.

Ακόμη, τονίζουν ότι η εξίσωση των αποδοχών των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. επέφερε αυτοδίκαια, κατά τις συνταγματικές επιταγές, άμεση αντίστοιχη μεταβολή και στη βουλευτική αποζημίωση.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των πρώην βουλευτών, παραβιάζονται οι συνταγματικές επιταγές στην περίπτωση κατά την οποία σε μία από τις τρεις λειτουργίες χορηγούνται αποδοχές μεγαλύτερες από τις δύο άλλες.

Η διαφορά αυτή στις αποδοχές των τριών λειτουργιών δημιουργεί ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν (σύμφωνα με το άρθρο 105 του εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα) οι πρώην βουλευτές, καθώς παρέλειψε η νομοθετική εξουσία να θεσπίσει ρύθμιση εξίσωσης των αποδοχών των προέδρων Ανωτάτων Δικαστηρίων με αυτές των βουλευτών. Υπενθυμίζεται ότι ανάλογες αγωγές εκκρεμούν και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Συγκεκριμένα, το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει δικαιώσει συνταξιούχους βουλευτές, κρίνοντας ότι με βάση το Ζ' Ψήφισμα της Βουλής του 1975, οι αυξήσεις στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών συμπαρασύρουν και τις αποδοχές των βουλευτών.

Οι σύμβουλοι του Ανώτατου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου έκριναν ότι «η σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού έχει ως συνέπεια ότι κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών αυτού επιφέρει αυτοδίκαια την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, που αποτελεί και τη βάση προσδιορισμού της βουλευτικής σύνταξης».

Στην απόφαση αυτή έχει αντιδράσει το υπουργείο Οικονομικών καταθέτοντας αίτηση αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η Ολομέλεια έχει αναπέμψει και πάλι την υπόθεση στο Τμήμα το οποίο όμως έχει «παγώσει» το όλο θέμα.

Ήδη, από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχουν δικαιωθεί οι τέως βουλευτές Β. Μπρακατσούλας (ΠΑΣΟΚ), Αγ. Αγγελούσης και Καλλιόπη Μπουρδάρα (ΝΔ) οι υποθέσεις των οποίων έχουν παραπεμφθεί στο αρμόδιο Τμήμα, χωρίς ωστόσο να έχει προσδιοριστεί η εκδίκασή τους.