Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

ΖΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Κατά 7,2 μήνες και κατά 3,6 μήνες έχει αυξηθεί ο δείκτης ετών προσδοκώμενης ζωής χωρίς προβλήματα υγείας, κατά την ηλικία των 65 ετών, για τους άνδρες και τις γυναίκες αντίστοιχα, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) που διενεργήθηκε κατά τα έτη 2005 - 2006.

Για τις γυναίκες, η προσδοκώμενη ζωή χωρίς προβλήματα υγείας, κατά την ηλικία των 65 ετών, κυμαίνεται, το χρονικό διάστημα 2005 έως 2006, μεταξύ 9,9 και 10,2 ετών, ενώ η προσδοκώμενη ζωή, κατά την ίδια ηλικία, κυμαίνεται μεταξύ 19,2 και 19,4 ετών.

Για τους άνδρες, η προσδοκώμενη ζωή χωρίς προβλήματα υγείας, κατά την ηλικία των 65 ετών, κυμαίνεται, το χρονικό διάστημα 2005 έως 2006, μεταξύ 9,5 και 10,1 ετών, ενώ η προσδοκώμενη ζωή κατά την ίδια ηλικία κυμαίνεται μεταξύ 17,1 και 17,5 ετών.

Για τις γυναίκες, η προσδοκώμενη ζωή, κατά την ηλικία των 65 ετών, αυξήθηκε κατά 0,2 έτη (2,4 μήνες), ενώ η προσδοκώμενη ζωή χωρίς προβλήματα υγείας, κατά την ηλικία των 65 ετών, αυξήθηκε κατά 0,3 έτη (3,6 μήνες) κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

Για τους άνδρες, η προσδοκώμενη ζωή, κατά την ηλικία των 65 ετών, αυξήθηκε κατά 0,4 έτη (4,8 μήνες), ενώ η προσδοκώμενη ζωή χωρίς προβλήματα υγείας, κατά την ηλικία των 65 ετών αυξήθηκε κατά 0,6 έτη (7,2 μήνες) κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

Εν τω μεταξύ, από την έρευνα της ΕΣΥΕ για τις τάσεις της διαγενεακή εκπαιδευτικής κινητικότητας, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

- Ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη μείωση της φτώχειας. To 71,2% των φτωχών έχουν ή δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση (δηλαδή είναι αναλφάβητοι, έχουν τελειώσει μερικές τάξεις του δημοτικού, δημοτικό ή γυμνάσιο), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους μη φτωχούς εκτιμάται στο 44, 8%.

- Τα αντίστοιχα ποσοστά για επίπεδο εκπαίδευσης υψηλότερο της υποχρεωτικής (λύκειο έως και διδακτορικό) εκτιμώνται για τους φτωχούς στο 28,7%, ενώ για τους μη φτωχούς στο 55,1%.

- Οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει υποχρεωτική εκπαίδευση είναι 5,4 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς, οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει το λύκειο είναι 11,2 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς, οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει ΑΕΙ είναι 25,2 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς και τέλος οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει διδακτορικό είναι 44,5 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς. Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης των μελών του νοικοκυριού τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να απειληθούν από φτώχεια.

- Το 43,6% αυτών που δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (αναλφάβητοι) ή δεν έχουν τελειώσει το δημοτικό απειλείται από φτώχεια. Το αντίστοιχο ποσοστό για άτομα που έχουν τελειώσει ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης (ΤΕΙ, ΑΕΙ, μεταπτυχιακό) μειώνεται δραστικά στο 5,7%.

- Στο φτωχό πληθυσμό παρατηρείται μεγαλύτερη εκπαιδευτική στασιμότητα, συγκεκριμένα σε ποσοστό 24,1% ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης του πατέρα και 19,2% ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης της μητέρας, ενώ στο μη φτωχό πληθυσμό τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 19,7% και 15,5%.

- Η συνολική εκπαιδευτική κινητικότητα είναι, κυρίως, ανοδική και ανέρχεται στο 74,3% του συνολικού πληθυσμού από τη γενιά του πατέρα στη γενιά των παιδιών και στο 81,3% του συνολικού πληθυσμού από τη γενιά της μητέρας στη γενιά των παιδιών.

- Σε ποσοστό 75,9%, ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης του πατέρα, και 80,8%, ως προς το επίπεδο εκπαίδευση της μητέρας, τα μέλη των νοικοκυριών που απειλούνται από φτώχεια παρουσιάζουν συνολική εκπαιδευτική κινητικότητα. Τα ποσοστά για τα μέλη των νοικοκυριών που δεν απειλούνται από φτώχεια εκτιμώνται στο 80,3% και 84,5%, αντίστοιχα.

- Η καθοδική και η ανοδική εκπαιδευτική κινητικότητα των μελών των νοικοκυριών που απειλούνται από φτώχεια εκτιμάται, σε σχέση με το εκπαιδευτικό επίπεδο του πατέρα, σε ποσοστό 4,0% και 71,9%, αντίστοιχα, και σε σχέση με το εκπαιδευτικό επίπεδο της μητέρας, σε ποσοστό 1,9% και 78,9%, αντίστοιχα. Τα ποσοστά καθοδικής και ανοδικής εκπαιδευτικής κινητικότητας των μελών των νοικοκυριών που δεν απειλούνται από τη φτώχεια εκτιμώνται στο 5,5% και 74,8% και στο 2,7% και 81,8%, αντίστοιχα.