ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ,
Η διατήρηση της κυριαρχίας της Κεντροδεξιάς, η αδυναμία των σοσιαλιστών να επωφεληθούν πολιτικά από την οικονομική κρίση, η άνοδος των Οικολόγων και η σημαντική ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών, αποτελούν το βασικό πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών στα 27 κράτη-μέλη.
Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα χάρη στις εντυπωσιακές σε εύρος εκλογικές νίκες επί των σοσιαλιστών, της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ στη Γερμανία, και του προέδρου Νικολά Σαρκοζί στη Γαλλία, πέτυχε να παραμείνει πρώτη δύναμη στη νέα Ευρωβουλή με έναν αριθμό εδρών που εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μεταξύ 240 και 260 επί συνόλου 736 εδρών. Σε σχέση με τις εκλογές του 2004 καταγράφεται πτώση, η οποία, όμως, δεν περιορίζει την κυριαρχία της εν λόγω ομάδας στην νέα ολομέλεια.
Η δεύτερη πολιτική δύναμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι σοσιαλιστές όχι μόνο δεν επωφελήθηκαν της οικονομικής κρίσης, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, δηλαδή στις τρεις μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε., ήταν οι μεγάλοι χαμένοι των ευρωεκλογών. Οι εκτιμήσεις χθες το βράδυ έδιναν στους σοσιαλιστές περίπου 190-200 έδρες.
Η επικράτηση των κεντροδεξιών ανοίγει και το δρόμο για την ανανέωση της θητείας του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, δεδομένου ότι οι σοσιαλιστές στην Ευρωβουλή είχαν διαμηνύσει ότι εάν κέρδιζαν τις ευρωεκλογές δεν θα ψήφιζαν την ανανέωση της θητείας του σημερινού προέδρου.
Τρίτη πολιτική δύναμη θα παραμείνουν οι φιλελεύθεροι με περίπου 85 ευρωβουλευτές, ενώ σημαντική αύξηση της δύναμής τους είχαν και οι οικολόγοι με εντυπωσιακές επιδόσεις σε ορισμένες χώρες, όπως το 14,5% στη Γαλλία.
Στη νέα Ευρωβουλή θα κάνουν δυναμική εμφάνιση οι ευρωσκεπτικιστές, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία, (συντηρητικοί), την Τσεχία και την Πολωνία, αλλά και άλλες χώρες. Οι εκτιμήσεις χθες το βράδυ ήταν ότι ο αριθμός τους θα φτάσει περίπου τους 60 ευρωβουλευτές.
Τέλος, στις ευρωεκλογές καταγράφηκε περαιτέρω αύξηση της αποχής. Από τα στοιχεία που υπήρχαν χθες το βράδυ για 13 χώρες, προέκυπτε μια αποχή της τάξης του 60%, ενώ το 2004 ήταν 55%.