Nitro-Συνέντευξη Γιώργου Παπανδρέου "Τα μεγάλα πάθη και οι άγνωστες στιγμές της ζωής του
Nitro τεύχος 52, 1 Φεβρουαρίου 2000
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ"
Γιώργος Α. Παπανδρέου: "Για σκέψου να έχεις παππού πρωθυπουργό, πατέρα πρωθυπουργό και η αγωνία σου να είναι να γίνεις κι εσύ πρωθυπουργός... Μπορεί πραγματικά να σαλτάρεις νομίζοντας ότι κάτι είσαι!"
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΕΤΟ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ, ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ...ΣΟΥΠΕΡ, ΕΤΣΙ;;; |
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΛΙΑ ΡΩΜΑΝΟΥ
Αν κρίνει κανείς απ' τη
συμπεριφορά του, ακόμη δεν έχει φθάσει στο σημείο του προαναφερθέντος
σαλταρίσματος - κι ας βλέπει την ύψιστη καρέκλα εξουσίας να του
πλησιάζει σε όλο και πιο κοντινή απόσταση. Το θέμα είναι, αν τυχόν
φθάσει ποτέ, θα είμαστε σε θέση να το καταλάβουμε; Διότι ο κ. Γιώργος
Παπανδρέου, ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών, ουδεμία σχέση έχει με του
προκάτοχό του, του αεικίνητο και πληθωρικό κ. Θεόδωρο Πάγκαλο, όστις
εσχάτως έφθασε στo σημείο να του προσφωνήσει «γραικύλο» - χωρίς βεβαίως
να, λάβει απάντηση. Έκπληξη; Ουδεμία! Διότι ο κ. Παπανδρέου είναι, κατά το κοινώς λεγόμενον, πολιτικός-λάιτ. Βεβαίως, προ της πολιτεύσεώς του, διετέλεσε και άνθρωπος-λάιτ. Όσοι τον γνωρίζουν καλά λένε πως «ακόμα
και σφαλιάρα να του δώσεις, θα γυρίσει, θα σε κοιτάξει και απλά θα
απαντήσει με ένα απ' τα αγαπημένα του δοξαστικά ρήματα: «"Νομίζω πως
αυτό που έκανες δεν ήταν καθόλου σωστό..."» Να...αρχίσει να ουρλιάζει αποκλείεται. 'Όσο για το ενδεχόμενο να ανταποδώσει, τυχόν επίδοξοι σφαλιαριστές, χαρείτε! Κάτι τέτοιο, δεδομένης της ιδιοσυγκρασίας του, είναι παντελώς απίθανο...
«Ο πρωτότοκος γιoς», λένε οι ψυχολόγοι, «συνήθως βγαίνει το ακριβώς αντίθετο του πατέρα του. Από αντίδραση». Ως κλινική απόδειξη του ρηθέντος κάλλιστα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών -υπ' αυτή την έννοια, η μεγαλύτερη αντίδρασή του είναι πως απλά δεν αντιδρά. Και η ζωή του ολόκληρη ένα πράγμα αποδεικνύει: πως τελικώς, το να σου τύχει για πατέρας ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν και το καλύτερο που θα μπορούσε να σου συμβεί. Αλλά, ως γνωστόν, τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις...
ΜHTEPA ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΔΑ, ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ, ΑΠ' ΤΗ ΜΙΑ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΜΗΛΟΠΙΤΕΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΤΛΑΝΤΙΚΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ, ΑΠ' ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΙ ΓΙΑΝΝΙΩΤΙΚΟΙ ΜΠΑΚΛΑΒΑΔΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΙ, ΕΝ ΜΕΣΩ ΑΥΤΩΝ, ΑΠΕΙΡΑ ΒΙΩΜΑΤΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΑΛΛΟΚΟΤΑ.
Ο Γιώργος - όπως και τα τρία αδέλφια του βεβαίως- διήλθε επί έτη συναπτά τη δική του μικρή πολιτισμική κρίση. Μητέρα Αμερικανίδα, πατέρας Έλληνας πολιτικός, απ' τη μία οι. αμερικάνικες μηλόπιτες της υπερατλαντικής γιαγιάς, απ' την άλλη οι γιαννιώτικοι μπακλαβάδες της μάνας του Ανδρέα και, εν μέσω αυτών, άπειρα βιώματα εξαιρετικά αλλόκοτα. Εντός του σπιτιού, η κατάσταση έρεε πάνω-κάτω όπως σε κάθε ευκατάστατη οικογένεια της εποχής - ο Γιώργος, καθότι πρωτότοκος και συνεπώς ισχυρότερος, έβαζε κάτω στους καβγάδες και τους δύο αδελφούς τον μαζί, οι εκάστοτε γκουβερνάντες έφθαναν σε κατάσταση παροξυσμού, εξ ου και εναλλάσσονταν σαν τραπουλόχαρτα στο σπίτι των Παπανδρέου, η Μαργαρίτα απαρεγκλίτως υπέβαλλε άπαντες σε έλεγχο καθαριότητας νυχιών, αυτιών και λοιπών ύποπτων σημείων μετά το μπάνιο, ο μπαμπάς ήταν διαρκώς σε ταξίδι για δουλειές... Το πρόβλημα ανέκυπτε με το που διέρχονταν το κατώφλι της οικείας είς των Παπανδρεϊκών απογόνων. Ο μικρός Γιώργος όφειλε να υφίσταται τcι πάνδεινα στις αγκαλιές των οπαδών του Ανδρέα - άγνωστοι άνθρωποι στους δρόμους του έπιαναν, του φιλούσαν, του χάριζαν εικονίσματα, του ράντιζαν με αγιασμό, έστηναν καραούλι έξω απ' το φράχτη του σπιτιού του μόνο και μόνο για να δουν αυτόν ή κάποιον της οικογενείας να περνά... Πέραν του μεγαλειώδους της όλης υπόθεσης, πόσο ευχάριστο μπορεί να είναι να σε αρπάζει μια εξίσου φανατισμένη όσο και ξεδοντιασμένη γριά στη μέση του δρόμου και να σε φτύνει στo κούτελο, για να ξορκίσει κά0ε κακό που ενδέχεται να σε τριγυρνά; Αν μη τι άλλο, οι εξ αντανακλάσεως εκδηλώσεις λατρείας που, θέλοντας και μη, υπέστη τον γλίτωσαν απ' την αναζήτηση προτύπων-ποιο παιδί θα διχαζόταν μεταξύ του Αμερικανού Μπάτμαν και του ημεδαπού Γιώργου Θαλάσση, όταν είχε στο σπίτι του έναν εκ των εθνικών ηρώων της εποχής; Μόνο η ιστορία θα μπορούσε να διαψεύσει όλους εκείνους που θα βιάζονταν να επισημάνουν πόσο εξαιρετικά τυχερός υπήρξε. Διότι ο ίδιος μέχρι τότε απλά διέψευδε κατηγορηματικά όσους του έκαναν λόγο για τη θαυμαστή καριέρα πολιτικού που ανοίγεται μπροστά του. Το «όχι, εγώ στην πολιτική δεν μπαίνω» θα πρέπει να το είχε πει σε όλες τις πιθανές του εκδοχές, με όλες τις δυνατές διατυπώσεις. Προφανώς, η μοίρα διαφωνούσε. Εξ ου και άλλαξε το μέλλον του μικρού κ. Παπανδρέου, όστις μέχρι τότε ήταν βέβαιος πως θα γίνει μαθηματικός, καθότι στο σχολείο σε Άλγεβρες, Γεωμετρίες, Τριγωνομετρίες κλπ. επεδείκνυε ταλέντα μικρού Ευκλείδη. Αλλά όπως λεει και ο νόμος του Μέρφι, «ό,τι κακό είναι δυνατόν να συμβεί, τελικώς θα συμβεί» -άλλο αν μακροπρόθεσμα θα έχει θετική εξέλιξη... Το βράδυ που γράφτηκε τούτο το περιστατικό, από κανένα βιογραφικό του Γ. Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να λείπει: 'Οταν είκοσι στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι του, με έναν αξιωματικό επικεφαλής, εκείνος βοηθούσε τον πατέρα του ν' ανέβει απ' το μπαλκόνι στην οροφή του μελετητηρίου του. Όταν πια οι στρατιώτες έφθασαν στο δωμάτιό του, ο αξιωματικός ούρλιαξε: «Που είναι!» Ο Γιώργος απάντησε: «Δεν ξέρω». Ο αξιωματικός τράβηξε το ρεβόλβερ του και ακούμπησε την κάννη στον κρόταφο τον Γιώργου. «Τώρα θα μου πεις πού είναι;» Στην παύση που ακολούθησε, ο Γιώργος δεν απάντησε. Αντ' αυτού, τη σιωπή έσπασε η φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου. «Εμένα θέλετε, κύριοι. Όχι αυτόν». Πέταξε το περίστροφο απ' το χέρι και φορώντας μόνο το κάτω της πιτζάμας του, εμφανίστηκε στην πόρτα του μπαλκονιού όπου κρυβόταν. Από εκείνη τη στιγμή, που οι στρατιώτες πήραν μαζί τους του Ανδρέα Παπανδρέου, ο πρωτότοκος γιος του ποτέ δεν ξεπέρασε το συναίσθημα ενοχής για τη σύλληψή του... Ο ίδιος ο αρχηγός του ΠαΣοΚ άπειρες φορές προσπάθησε να εξαλείψει τις ενοχές του. «Του έλεγα», είχε πει κάποτε, «ττως αν δεν βρισκόταν εκεί όταν ήλθε ο στρατός, ίσως δε θα παραδινόμουν. Αλλά βέβαια ίσως και να μην ήμουν ζωντανός. Του έλεγα τα επιχειρήματά μου... Αλλά δεν έπιαναν τόπο». Ο Γιώργος έψαχνε γι' άλλους τρόπους να ξεπεράσει αυτό που ένιωθε. Άρχισε να φλερτάρει με το θάνατο - τον τρόπο περιγράφει o αδελφός του Νίκος στο βιβλίο Δέκα Μύθοι και Μία Ιστορία: "Στοιχημάτιζε με τους φίλους του ποιος θα φθάσει πιο κοντά στον προφυλακτήρα των αυτοκινήτων που έτρεχαν, καθώς πεταγόταν ξαφνικά μπροστά τους. Τους νικούσε πάντα. Άλλοτε πάλι κατέβαινε με ταχύτητα έναν απότομο λόφο και πηδούσε απ' το ποδήλατό του πάνω σ' ένα δεμάτι άχυρα, ενώ το ποδήλατο συνέχιζε την πορεία του σαν ακέφαλος δρομέας».
ΕΠΙ ΧΟΥΝΤΑΣ ΑΚΟΜΗ, ΕΤΥΧΕ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ. «ΓΙΩΡΓΟ», ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΕΚΕΙΝΟΣ, «ΝΑ ΔΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ». Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΟΦΤΗ: «ΑΝΤΩΝΗ, ΔΕΝ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ, ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΤΕ ΜΟΥ».
Και μετά, ξεκίνησε τις
νυχτερινές εξορμήσεις. Έφευγε απ’ το σπίτι τα μεσάνυχτα, επέστρεφε τα
ξημερώματα. Η μοιραία νύχτα ήταν εκείνη που πρώτη φορά πήρε και τον
αδελφό του μαζί. Έφθασαν στον τοίχο του Αρσακείου κι εκεί, με μια
τεράστια βούρτσα, ξεκίνησαν να γράφουν γιγαντιαία γράμματα. Στο γιώτα
του «Η Δημοκρατία θα νι...», ένα περιπολικό σταμάτησε μπρος στον τοίχο
και δύο αστυνομικοί πετάχτηκαν έξω. Τον μικρό, το Νίκο, τον άφησαν να
φύγει. Το Γιώργο όμως όχι. Τον γύρισαν σπίτι του μερικές ώρες αργότερα.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν παραμορφωμένα απ’ το ξύλο. Λίγες
ημέρες μετά, η Μαργαρίτα τον απέστειλε πακέτο στους παππούδες του, στο
Σικάγο...
Στο θαυμαστό καινούργιο κόσμο της άλλης όχθης του Ατλαντικού, ο δεκαπεντάχρονος τότε πιτσιρικάς ποσώς δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί. Περί τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, ο Γιώργος απεφάνθη πως το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ακολουθήσει το ακμάζον κίνημα της εποχής, εξ ου και μετηλάγη σε χίπι εντός ελαχίστου χρόνου -περιέφερε το... φουντωτό σαρκίο του (απ’ τα πυκνά μαλλιά και τα ακόμη πυκνότερα γένια, επί του προσώπου του μόνο η μύτη διακρινόταν ευκρινώς) επί δύο ταπεινών σάνδαλων και συμπλήρωνε το παρδαλό σύνολο με ενδύματα απίστευτης χρωματολογικής σύνθεσης. Έμαθε ζίου-ζίτσου και κιθάρα, άρχισε να γράφει τραγούδια, έφτιαξε μέχρι και συγκρότημα στο οποίο o ίδιος, καλλίφωνος γαρ, τραγουδούσε. Και βεβαίως, κατά τα πρότυπα των υπολοίπων νέων, διεμαρτύρετο κι αυτός κατά πάντων - κατά του συντηρητισμού των παλαιών, κατά του φασισμού των κυβερνώντων και, κυρίως, κατά των εν Βιετνάμ πολεμούντων. Εξ ου και κόντεψε να πάθει κράμπα του αντίχειρος απ' το πολύ οτο-στοπ, στο οποίο εβασίσθη για να γυρίσει όλη την Ανατολική Ακτή, λαμβάνων μέρος σε αντιπολεμικές πορείες ων ουκ έστιν αριθμός.
Πόσο παράλογη κάνει τη συμπεριφορά της στιγμής να μοιάζει η απόσταση απ’ τα γεγονότα... Επί Χούντας ακόμη, έτυχε να βρεθεί συμφοιτητής στο εξωτερικό με τον Αντώνη Σαμαρά, τον νυν πρόεδρο της εν χειμερία νάρκη διατελούσης Πολιτικής Άνοιξης. «Γιώργο», του είπε εκείνος κάποια φορά, «να δεις που θα βρεθούμε μαζί στη Βουλή». Η απάντηση, κοφτή: «Αντώνη, δεν θα βρεθούμε μαζί στη Βουλή, γιατί εγώ δεν πρόκειται να μπω στην πολιτική ποτέ μου». Επρόκειτο για μία απ’ τις ελάχιστες -αν κρίνουμε απ’ τη μετέπειτα ανοιξιάτικη πορεία του- πολιτικές προβλέψεις του κ. Σαμαρά που τον δικαίωσε. Στα ενδιάμεσα έτη της ξενιτιάς, ο κ. Παπανδρέου προφανώς αναθεώρησε την άποψή του, κάπου στο ενδιάμεσο των σπουδών του στη Μασαχουσέτη, στο Λονδίνο και -κυρίως- στη Σουηδία. Κυρίως, διότι εκεί πρώτη φορά συνάντησε το πολιτικό του ίνδαλμα: τον Ούλοφ Πάλμε. Περπατούσε σε κάποιον κεντρικό δρόμο όταν συνειδητοποίησε το μάταιον της περιπλάνησής του -είχε χαθεί. Γύρισε να ρωτήσει τον πρώτο περαστικό που βρήκε και, ω του θαύματος, αυτός ήταν ο Πάλμε με τη γυναίκα του, όστις, καθότι έμενε εκεί κοντά, τον κατετόπισε πλήρως σε σχέση με τα παρακείμενα σοκάκια. Και όχι μόνον αυτό –τον πήγε και μέχρι το κτίριο που έψαχνε. Ο κ. Παπανδρέου είχε επιτέλους βρει το δρόμο του... τον πολιτικό!
Κι έτσι, κατά την άφιξή του στην Ελλάδα μερικά έτη αργότερα, επήλθε και η δεύτερη μετάλλαξη στο παρουσιαστικό του. Ο κύριος που του έκοψε το μακρύ μαλλί θα πρέπει να θυμάται ακόμη το ατέρμονο κούρεμα - αυτό που στέρησε στον τριακονταετή πλέον Γιώργο Παπανδρέου την παιδική του συνήθεια, να φυσά το προεξέχον τσουλούφι του, προεκτείνοντας στην ίδια νοητή ευθεία με αυτό το κάτω του χείλος... Οι πλαϊνές τούφες, ήδη αραιωμένες, πρόδιδαν από τότε την τάση του κρανίου του προς τον «εξευτελισμό της φαλάκρας», όπως αποκαλούσε το φαινόμενο ο παππούς του Γεώργιος Παπανδρέου, αντιδιαστέλλοντάς το με την «ταπείνωση των λευκών μαλλιών» που ο ίδιος υπέστη...
Μια φράση του αδελφού του Νίκου ήταν αρκετή για να ριφθεί ο κύβος άπαξ και διά παντός: «Γιώργο, τέσσερα χρόνια βουλευτικής θητείας είναι ένα πτυχίο Πανεπιστημίου. Το παίρνεις και άμα θες μετά συνεχίζεις ή φεύγεις». Κι έτσι κάπως, το ζίου-ζίτσου ξεχάστηκε και η κιθάρα μαζί με τα σανδάλια κλειδαμπαρώθηκαν στα βάθη κάποιας ντουλάπας. Στις εκλογές του 1981, ο Γιώργος Παπανδρέου κατέβηκε βουλευτής στην Αχαΐα. Το μόνο που κράτησε ως ενθύμιο απ’ τις όμορφες, αμερικάνικες μέρες του ήταν το σακίδιο και o υπνόσακός του, με τα οποία γύρισε ολόκληρη την Πελοπόννησο χωριό προς χωριό, προς άγραν ψήφων και οπαδών. Οι 21.700 ψήφοι που τελικώς συγκέντρωσε στις εκλογές του 1981 απέδειξαν πως το σύστημα με το σακίδιο μάλλον απέδωσε ακόμη περισσότερους καρπούς των αναμενομένων...
Τα πρώτα προβλήματα τα αντιμετώπισε με τους ρουσφετίζοντες ψηφοφόρους, οίοι κατέκλυζαν το πολιτικό του γραφείο στην Πάτρα με τα πλέον απίθανα των αιτημάτων. H μόνιμη επωδός «πες το στον μπαμπά σου όταν θα τρώτε...» ήταν μονάχα η κορυφή του παγόβουνου που ταχύτατα ανεδύετο. Μπορεί ο Γιώργος στην παρθενική του ομιλία στη Βουλή να ζήτησε απ’ τους συναδέλφους του να τον κρίνουν ως «απλό Έλληνα πολίτη που αναλαμβάνει ένα πόστο», αλλά πόσο «απλός» Έλληνας μπορεί να τυγχάνει κάποιος που φέρει το επώνυμο «Παπανδρέου»; Στο μυαλό των στελεχών του ΠαΣοΚ κατεχωρήθη ως «Γιωργάκης, ο γιος του αρχηγού». Η... ινδιάνικου τύπου προσφώνηση, πάντως, αν μη τι άλλο ήταν μακράν καλύτερη από εκείνη που υιοθέτησε το αντίπαλου δέος. Οιοσδήποτε ήθελε να τιμά τον τίτλο του Νεοδημοκράτη σ’ εκείνα τα Πασοκοκρατούμενα έτη, όφειλε να προσφωνεί τον Γιώργο Παπανδρέου με το προσωνύμιο «το παιντί», οίο προφανέστατα παρέπεμπε στην καταγωγή του απ’ την πλευρά της μητέρας του Μαργαρίτας. Τον πείραζε το γεγονός αυτό τον νεοεκλεγέντα πολιτευτή, αλλά την πικρία που τότε έκρυβε μόνον πολύ αργότερα θα τη μαρτυρούσε. Τότε ηρκείτο να λέει για το μεν «Γιωργάκης» διάφορα μισόλογα του τύπου «δεν είναι και τόσο αρνητικό τελικά... Ίσως το υποκοριστικό να είναι και φιλικό καμιά φορά...», για το δε «παιντί» πως «δε μ’ ενοχλεί να με λένε οτιδήποτε... Πάντως ε, χαριτωμένο είναι!».
Κι αν αυτά τα δύο προσωνύμια δεν τον εξόργιζαν, μία και μόνο λέξη αρκούσε για να τον κάνει έξαλλο, η «οικογενειοκρατία», στην οποία πλείστα των πρωτοκλασάτων Πασοκικών στελεχών απέδιδαν τη δική του ένταξη ανάμεσά τους. Εξ ου και όταν ο πατέρας του το Φεβρουάριο του 1987 τον «μετέθεσε» απ’ το υφυπουργείο Νέας Γενιάς στο Εκτελεστικό Γραφείο του ΠαΣοΚ, κόντεψε να ξεσπάσει εμφύλιος στο κόμμα. Την 5η Φεβρουαρίου του 1987, ο νυν υπουργός Εξωτερικών θα πρέπει να την έχει καταχωρίσει στο μνημονικό του ως «μαύρη μέρα». Ήταν τότε που τα 145 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής κλήθηκαν να ψηφίσουν -χωρίς άλλη επιλογή- τη λίστα του Ανδρέα Παπανδρέου για το Εκτελεστικό και «μαύρισαν» το Γιωργάκη: έλαβε μόλις 90 ψήφους και βεβαίως ήταν ο τελευταίος και καταϊδρωμένος της ψηφοφορίας...
Οι ανάγκες των καιρών ανάγκασαν το νεαρό πολιτευτή να μπει σε ξένα καλούπια -αυτή τη φορά έπρεπε να αποδείξει πως ακόμη κι αν δε λεγόταν Παπανδρέου, θα άξιζε να χριστεί κορυφαίος Πασόκος. Και ο μόνος τρόπος ήταν η άπειρη εργασία. H τσάντα κόντευε να κολλήσει στο χέρι του, τα πάκα με τα χαρτιά πηγαινοέρχονταν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο Γιώργος σχεδόν αντικατέστησε το σπίτι με το γραφείο.
Μόνο περί το 1990 και μετά το πέρας του «βρόμικου ‘89» ήταν που, σιγά-σιγά, μια σχετική ισορροπία μεταξύ του πάλαι ποτέ χίπι και τον νυν γραβατωμένου υπουργού άρχισε να επέρχεται. Ανά τας Αθήνας, διάφοροι πολίτες εξεπλάγησαν κατά καιρούς βλέποντας τον τότε υπουργό Εθνικής Παιδείας να περνά φουριόζος και κάθιδρος από δίπλα τους με σορτς και κοντομάνικο, αποδυόμενος στο αγαπημένο του σπορ, το τζόκινγκ. Ο κ. Παπανδρέου, με το που εγκατέλειψε το πόστο του στο εν λόγω υπουργείο, βρήκε ξανά χρόνο να ασχοληθεί με τον εαυτό του: αεροβική γυμναστική (πολύ θα ήθελε να μετέχει στα γκρουπ της Τζέιν Φόντα, καθότι πάντα εκτιμούσε τα κάλλη της, πλην όμως ουδέποτε κατέστη δυνατόν), μπάσκετ, κολύμπι μπήκαν στο ημερήσιο πρόγραμμά του και η κιθάρα ξαναβγήκε απ’ το ντουλάπι. Άλλωστε, τότε ο κ. Παπανδρέου ήταν νιόπαντρος -και ξανάρχισε να γράφει τραγούδια για τη γυναίκα του, την Άντα Παπαπάνου.
Ήταν η εποχή κατά την οποία συνέβη και το περιστατικό που κόντεψε να προκαλέσει αποπληξία σε υπάλληλο του Ξενία Lagonissi. Ως γνωστόν, ο πατήρ Παπανδρέου συχνότατα συνήθιζε να τιμά τα μπανγκαλόους του Ξενία με καλοκαιρινές επισκέψεις. Το ίδιο έπραξε και ο υιός κάποια φορά, μετά της Άντας. Ήταν αργά το μεσημέρι όταν η δύστυχής κυρία που περιποιείτο τα δωμάτια χτύπησε την πόρτα της καμπάνας του. Νομίζοντας πως άκουσε από μέσα το αναμενόμενο «Περάστε», γύρισε την πετούγια και έσπρωξε την πόρτα, για να βρεθεί μπροστά στον κ. Γιώργο Παπανδρέου, όστις μπήκε στο οπτικό της πεδίο έκπληκτος και εντελώς γυμνός. Η κοπέλα στην αρχή κoκάλωσε και ύστερα άρχισε να τρέχει πανικόβλητη προς το ξενοδοχείο. Έκτοτε το περιστατικό καθιερώθηκε ως επίσημο αστείο του Ξενία -οι παλαιοί υπάλληλοι ακόμη ξεκαρδίζονται όταν το θυμούνται...
ΑΝΑ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΕΞΕΠΛΑΓΗΣΑΝ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΟΤΕ ΥΠΟΥΡΓΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΝA ΠΕΡΝΑ ΦΟΥΡΙΟΖΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΙΔΡΟΣ ΑΠΟ ΔΙΠΛΑ ΤΟΥΣ ΜΕ ΣΟΡΤΣ ΚΑΙ ΚΟΝΤΟΜΑΝΙΚΟ, ΑΠΟΔΥΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΠΟΡ, ΤΟ ΤΖΟΚΙΝΓΚ.
Αν εξαιρέσει πάντως κανείς το εν λόγω επεισόδιο, κατά τα άλλα ο κ. Παπανδρέου πάντοτε είχε καλή σχέση με τα ενδύματα. Εμμένων στο αγαπημένο του ρητό «η ποιότητα δεν χρειάζεται να λαμπυρίζει», φρόντιζε πάντα να καταθέτει σημαντικό μέρος των υπουργικών του απολαβών στις ταμειακές μηχανές διαφόρων περιώνυμων ραπτών ανά τας Αθήνας -πλην όμως ολίγοι εξ αυτών που τον περιτριγυρίζουν είναι σε θέση να καταλάβουν σε πόσα μηδενικά αποτιμάται έκαστο των ενδυμάτων του. Ο ίδιος, άλλωστε, ουδέποτε περιφρόνησε τη χλιδή, τουλάχιστον μέχρι του σημείου που δεν γίνεται προκλητική. Το σπίτι που νοικιάζει στο Καστρί μπορεί να μην κινείται σε επίπεδα «βίλας της Εκάλης», αλλά διόλου στενάχωρο είναι -πλείστοι των ευκατάστατων Ελλήνων θα το ονειρεύονταν, τουλάχιστον προ των τελευταίων σεισμών, οπότε και απέκτησε διάφορες ρωγμές στους τοίχους και σοβάδες στα πατώματα...
Στις διακοπές του παίρνει πάντα μαζί φορητό υπολογιστή τελευταίας τεχνολογίας. Εκεί, βρέξει χιονίσει, επενδύει τουλάχιστον δύο ώρες απ’ το χρόνο του καθημερινά, αναγιγνώσκων ιντερνετικά μηνύματα και απαντών στους εκάστοτε επιστολογράφους του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται από βουλευτές και υπουργοί μέχρι... γουναράδες της Καστοριάς (οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, τυγχάνουν και ιδιαίτερα πιεστικοί -προ καιρού εζήτησαν απευθείας απ’ τον υπουργό ενημέρωση για τις αποφάσεις της Ε.Ε. που τους αφορούν!).
Το μόνο που αποφεύγει ο κ. υπουργός δίκην διαόλου εν όψει λιβανιού, είναι οι δημοσιογράφοι. Ουδείς μπορεί να πει αν η -ευγενώς συγκαλυμμένη ομολογουμένως- απέχθειά του προς τους εκπροσώπους του Τύπου οφείλεται σε παιδικά τραύματα, απ’ την εποχή πού άπειροι ρεπόρτερ κυνηγούσαν τον πατέρα του, ή αν ανεπτύχθη στην πορεία, κάπου μεταξύ «βρόμικου ‘89» και τέντας Ωνασείου...
Ποιος μπορεί να τον ψέξει; Στην προαναφερθείσα τέντα, ο κ. Παπανδρέου έζησε μερικές απ’ τις δυσκολότερες μέχρι τώρα στιγμές της ζωής του. Ίσως γιατί ήταν η πρώτη φορά που κλήθηκε να ορίσει τη γραμμή ανάμεσα στην οικογενειακή του ζωή και την πολιτική του καριέρα. Είναι κοινό μυστικό πως ουδέν εκ των αδελφιών του ήθελε να έχει οιαδήποτε σχέση με τους εκπροσώπους του Τύπου ή -ακόμη περισσότερο- με την κυρία Δήμητρα Λιάνη, οία έδρευε στο παρακείμενο δωμάτιο (θα θυμάστε την αγκωνιά που λέγεται πως «έχωσε» κάποια μέρα ο Αντρίκος στην όψιμη σύζυγο του τότε πρωθυπουργού). Μόνο που o Γιώργος Παπανδρέου, καθότι τότε ήταν υπουργός Παιδείας, δεν είχε και μεγάλη επιλογή. Όφειλε και με την κυρία Λιάνη να μιλά -και μάλιστα με ύφος άκρως φιλικό, όπως παρατηρούν όσοι περιφέρονταν εκείνες τις μέρες στα πέριξ του νοσοκομείου- και τους δημοσιογράφους να συναντά. Το εντυπωσιακότερο όλων όμως, αυτό που εξέπληξε άπαντες τους γιατρούς, νοσηλευτές και παρακείμενους ασθενείς, ήταν ο τρόπος που ο Γιώργος Παπανδρέου αντιμετώπιζε τα ιατρικά ανακοινωθέντα. Ήταν ο πρώτος που τα παραλάμβανε και, ακόμη και μπροστά στις πλέον δυσοίωνες των ειδήσεων τις τελευταίες ημέρες της ζωής του πατέρα του, διατηρούσε πάντα στο πρόσωπό του ένα συγκρατημένο μειδίαμα. Κάποιοι σχολίασαν πως η ιδιότητα του γιου είχε ατονήσει μπρος σε αυτήν του πολιτικού. Κάποιοι άλλοι είπαν πως για μια ακόμη φορά το φοβισμένο παιδί κάλυπτε τις ανασφάλειές του πίσω απ’ το προσωπείο που το επώνυμό του μια ζωή του επέβαλλε να φορά...
Αλλά πάλι, με το Γιώργο Παπανδρέου ποιος μπορεί να ξέρει; Όσοι τον γνωρίζουν λένε πως ακόμη και σήμερα συνεχίζει να παλινδρομεί ανάμεσα στην ελληνική υπηκοότητά του και την αμερικάνικη κουλτούρα του. Να μοιράζει τα όποια ξενύχτια του ανάμεσα στο Χάραμα του Τσιτσάνη και τα αφροαμερικάνικα ακούσματα του Half Note. Να κατηγορείται απ’ τους μεν ως φιλοαμερικανός «πιστός» της Μαντλίν Ολμπράιτ και να αποθεώνεται απ’ τους δε ως ο Έλλην που κατετρόπωσε τους Τούρκους στο Ελσίνκι. Να λέει πως για το καλό του γιου του δε χρειάζεται να έχει πατέρα πρωθυπουργό, αλλά ο ίδιος να μην αποποιείται την ιδιότητα του πρωθυπουργού της χώρας ως μελλοντική του προοπτική...
Ένας διχασμένος άνθρωπος ή ένας ακόμη Παπανδρέου κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των καιρών; Για τον Γιώργο Παπανδρέου, το μόνο σίγουρο είναι πως οι προσεχείς εκλογές θα τον βρουν πρώτο σε σταυρούς στην Α Αθηνών, το λεγόμενο «κολαστήριο των επωνύμων». Από κει και πέρα, ουδείς μπορεί να γνωρίζει... Γιατί, θα πιστεύατε εσείς ποτέ πως ο καλοντυμένος κύριος που εικονίζεται παραπλεύρως υπηρέτησε τη θητεία του στους καταδρομείς και επανειλημμένως βούτηξε μετ’ αλεξιπτώτου στα χιλιάδες μέτρα χάους που χάσκει κάτω απ’ την ανοιχτή πύλη του αεροσκάφους;
Ολια Ρωμανού