Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς γίνεται πολύ όμορφες κοπέλες να νιώθουν άσχημες, άτομα περιστοιχισμένα από φίλους και οικογένεια να θεωρούν ότι κανείς δεν τους νοιάζεται ή άνθρωποι που προσφέρουν συνεχώς στους γύρω τους να αισθάνονται ανίκανοι; Η απάντηση είναι: χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η αυτοεκτίμησή μας, αυτό δηλαδή που αισθανόμαστε και πιστεύουμε για τον εαυτό μας, επηρεάζει καθοριστικά όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Σχολική επίδοση, επαγγελματικές επιλογές, φιλοδοξίες, κοινωνική συμπεριφορά, διαπροσωπικές σχέσεις, ψυχική ισορροπία, φαίνεται να βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με αυτή την «προσωπική μας εκτίμηση αυτοαξίας». Και ενώ όλοι μας καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι να πιστεύει κανείς στον εαυτό του, το ερώτημα είναι γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους, ενώ κάποιοι άλλοι, ακόμα και με φαινομενικά περισσότερα προσόντα, αμφιβάλλουν συνεχώς για τον εαυτό τους;
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί η αυτοεκτίμηση είναι κάτι που μαθαίνεται. Κανείς δε γεννιέται έχοντας κάποια εικόνα του εαυτού του. Άλλωστε τους πρώτους μήνες της ζωής μας, ως βρέφη, δεν είμαστε καν σε θέση να διακρίνουμε τον εαυτό μας από τους άλλους (μητέρα και βρέφος γίνονται αντιληπτά ως ενιαίο σύνολο). Η εικόνα του εαυτού προκύπτει σταδιακά, καθώς το άτομο μεγαλώνει, μέσα από τις εμπειρίες του και κυρίως μέσα από τη σχέση του με τους «Σημαντικούς Άλλους».
«Οι Σημαντικοί Άλλοι» στη ζωή ενός παιδιού είναι συνήθως η μητέρα, ο πατέρας, τα αδέρφια, οι δάσκαλοι, οι φίλοι και οι συμμαθητές-συνομήλικοι. Η στάση του περιβάλλοντος λοιπόν είναι αυτή που θα καθορίσει το βαθμό εμπιστοσύνης που θα αναπτύξει το άτομο για τον εαυτό του. Αν το περιβάλλον είναι συνεπές, παρέχει στήριξη, ενθάρρυνση, ευκαιρίες για ανάληψη πρωτοβουλιών και αξιόλογα πρότυπα, το άτομο θα αναπτύξει μια αίσθηση εμπιστοσύνης προς τον εαυτό του και τον κόσμο, μια αίσθηση αυτονομίας και εργατικότητας. Αντίθετα, αν υπάρχει έλλειψη στήριξης, αστάθεια, υπερπροστασία, έλλειψη ευκαιριών, επικρίσεις, ειρωνεία, απόρριψη και μη ρεαλιστικές προσδοκίες, το άτομο μαθαίνει ότι δεν μπορεί να εμπιστευθεί τις ικανότητές του, τον εαυτό του και τον κόσμο, βιώνει αισθήματα αμφισβήτησης, ενοχής, κατωτερότητας και σύγχυσης.
Η ανάπτυξη της αυτοεκτίμησής μας όμως δεν εξαντλείται στην παιδική μας ηλικία. Αντίθετα, συνεχίζει να διαμορφώνεται σε ολόκληρη τη ζωή μας, απλά οι πρώτες μας εμπειρίες έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Στην ενήλικη ζωή, το πώς νοιώθουμε για τον εαυτό μας σχετίζεται με το αν καταφέρνουμε να δημιουργήσουμε σχέσεις οικειότητας με τους άλλους ή αν αντίθετα βιώνουμε μοναξιά και απομόνωση, και με το αν αισθανόμαστε ότι οι στόχοι μας πραγματοποιούνται και είμαστε παραγωγικοί ή αντίθετα ότι μένουμε στάσιμοι και λιμνάζουμε.
Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψης μας, είναι το συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε και οι αξίες που αυτό προάγει, η επίδραση του φύλου και των στερεοτύπων που συνδέονται με αυτό, καθώς και η προσωπική ιστορία του κάθε ανθρώπου. Ποικίλα «τραυματικά» συμβάντα, όπως ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, μια μεγάλη φυσική καταστροφή, μια εγκληματική επίθεση, ο βιασμός, μια ανίατη ή μακροχρόνια ασθένεια, μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές στις αντιλήψεις των ανθρώπων για τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους.
Παρόλα αυτά, η αυτοεκτίμηση έχει την ιδιότητα να αντιστέκεται στις αλλαγές. Αυτό οφείλεται στο κίνητρο του ανθρώπου να διατηρεί μια σταθερή εικόνα εαυτού (self-consistency), γιατί αυτή η σταθερότητα του προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας. Το άτομο λοιπόν λειτουργεί ασυνείδητα με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβεβαιώνεται η κυρίαρχη αντίληψη που έχει για τον εαυτό του (π.χ. ερμηνεύοντας με συγκεκριμένο τρόπο τη συμπεριφορά των άλλων απέναντί του). Γι’ αυτό οποιαδήποτε αλλαγή στην εικόνα του εαυτού απαιτεί χρόνο.
Πώς καταλαβαίνουμε όμως ότι έχουμε χαμηλή αυτοεκτίμηση; Τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση χαρακτηρίζονται από αισθήματα ανασφάλειας και κατωτερότητας. Ασχολούνται υπερβολικά με αυτό που οι άλλοι σκέφτονται γι’ αυτούς και δεν έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους, ούτε στις προσωπικές τους απόψεις. Αναφέρονται στον εαυτό τους με αρνητικούς χαρακτηρισμούς και υποτιμούν τα θετικά τους στοιχεία, ενώ επηρεάζονται πολύ από τα αρνητικά σχόλια των άλλων και στεναχωριούνται υπερβολικά από τις αποτυχίες τους. Για όλους αυτούς τους λόγους βιώνουν δυσκολίες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις και είναι πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση άγχους και κατάθλιψης. Άλλες φορές βέβαια η εικόνα είναι κάπως διαφορετική. Τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση σε μια προσπάθεια να καλύψουν την ανασφάλειά τους περιαυτολογούν και προβάλλουν υπερβολικά τον εαυτό τους, προκειμένου να πείσουν τους άλλους για την αξία τους, ενώ προσπαθούν να αντιγράψουν και να μιμηθούν άλλα άτομα που θεωρούν επιτυχημένα.
Έλλειψη αυτοεκτίμησης, ωστόσο, δε σημαίνει έλλειψη ικανοτήτων. Γι’ αυτό με την κατάλληλη βοήθεια από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας μπορούμε, επεμβαίνοντας στον τρόπο σκέψης μας, να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθησή μας, να αποδεχθούμε τον εαυτό μας και να δημιουργήσουμε πιο υγιείς σχέσεις. Βέβαια, μπορούμε και μόνοι μας να κάνουμε κάποια πράγματα προκειμένου να βελτιώσουμε την αυτοπεποίθησή μας. Πρώτα απ’ όλα, μπορούμε να ελέγξουμε μήπως οι προσδοκίες μας είναι υπερβολικά υψηλές. Αυτοεκτίμηση = Επιτυχία / Προσδοκίες (James). Όσο καλά λοιπόν και αν τα καταφέρνουμε, αν έχουμε μη ρεαλιστικές προσδοκίες από τον εαυτό μας, συνεχώς θα απογοητευόμαστε. Ας καταλάβουμε ότι κανείς δεν είναι τέλειος και δεν γίνεται να είμαστε καλοί σε όλα. Δεν χρειάζεται άλλωστε!
Δεύτερον, ο κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του δυνατά σημεία και ταλέντα, οπότε ας ανακαλύψουμε και ας αξιοποιήσουμε τα δικά μας. Συγχρόνως θα ήταν χρήσιμο να αναγνωρίσουμε και τα αδύνατα σημεία μας (π.χ. μειωμένη κοινωνικότητα) και να προσπαθήσουμε να τα βελτιώσουμε ή να τα ενισχύσουμε (π.χ. με το να γραφτούμε σε έναν σύλλογο που θα μας βοηθήσει να γνωρίσουμε καινούργιους ανθρώπους). Αντί λοιπόν να στενοχωριόμαστε για όσα δεν μας αρέσουν στον εαυτό μας, μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα αλλάξουμε. Αν κάποια από αυτά πάλι δεν αλλάζουν (π.χ. το ότι είμαστε πολύ κοντοί), ας επιστρατεύσουμε το χιούμορ μας ώστε να τα διακωμωδήσουμε.
Τρίτον, να θέσουμε στόχους και να οργανώσουμε ρεαλιστικά πλάνα για την επίτευξή τους. Η λέξη ρεαλιστικά έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς προβλήματα δεν συνοδεύουν μόνο μια πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά και μια υπερβολικά υψηλή (π.χ. μη ρεαλιστικά επενδυτικά σχέδια). Μπορούμε να εφαρμόζουμε τους στόχους μας με τον δικό μας ρυθμό και τρόπο, αρκεί να παραμένουμε όσο γίνεται πιο πιστοί στο πλάνο μας, γιατί οι συνεχείς αναβολές έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα: συμβάλλουν στη μείωση της αυτοεκτίμησης. Τέλος, θα μας βοηθούσε να μάθουμε να διαχωρίζουμε την καλοπροαίρετη κριτική από τη συνεχή και αδικαιολόγητη επίκριση. Η πρώτη είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και μπορούμε να την αξιοποιήσουμε θετικά για την προσωπική μας αυτοβελτίωση, ενώ η δεύτερη καλύτερα να αγνοείται.
Γενικά, η αυτοπεποίθηση είναι ένα απ’ τα πιο πολύτιμα δώρα που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας. Επηρεάζει συνολικά την ποιότητα ζωής μας και συμβάλλει στην αίσθηση της προσωπικής μας ευτυχίας. Δεν αξίζει λοιπόν τον κόπο να προσπαθήσουμε να τη βελτιώσουμε;
e-psychology.gr
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί η αυτοεκτίμηση είναι κάτι που μαθαίνεται. Κανείς δε γεννιέται έχοντας κάποια εικόνα του εαυτού του. Άλλωστε τους πρώτους μήνες της ζωής μας, ως βρέφη, δεν είμαστε καν σε θέση να διακρίνουμε τον εαυτό μας από τους άλλους (μητέρα και βρέφος γίνονται αντιληπτά ως ενιαίο σύνολο). Η εικόνα του εαυτού προκύπτει σταδιακά, καθώς το άτομο μεγαλώνει, μέσα από τις εμπειρίες του και κυρίως μέσα από τη σχέση του με τους «Σημαντικούς Άλλους».
«Οι Σημαντικοί Άλλοι» στη ζωή ενός παιδιού είναι συνήθως η μητέρα, ο πατέρας, τα αδέρφια, οι δάσκαλοι, οι φίλοι και οι συμμαθητές-συνομήλικοι. Η στάση του περιβάλλοντος λοιπόν είναι αυτή που θα καθορίσει το βαθμό εμπιστοσύνης που θα αναπτύξει το άτομο για τον εαυτό του. Αν το περιβάλλον είναι συνεπές, παρέχει στήριξη, ενθάρρυνση, ευκαιρίες για ανάληψη πρωτοβουλιών και αξιόλογα πρότυπα, το άτομο θα αναπτύξει μια αίσθηση εμπιστοσύνης προς τον εαυτό του και τον κόσμο, μια αίσθηση αυτονομίας και εργατικότητας. Αντίθετα, αν υπάρχει έλλειψη στήριξης, αστάθεια, υπερπροστασία, έλλειψη ευκαιριών, επικρίσεις, ειρωνεία, απόρριψη και μη ρεαλιστικές προσδοκίες, το άτομο μαθαίνει ότι δεν μπορεί να εμπιστευθεί τις ικανότητές του, τον εαυτό του και τον κόσμο, βιώνει αισθήματα αμφισβήτησης, ενοχής, κατωτερότητας και σύγχυσης.
Η ανάπτυξη της αυτοεκτίμησής μας όμως δεν εξαντλείται στην παιδική μας ηλικία. Αντίθετα, συνεχίζει να διαμορφώνεται σε ολόκληρη τη ζωή μας, απλά οι πρώτες μας εμπειρίες έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Στην ενήλικη ζωή, το πώς νοιώθουμε για τον εαυτό μας σχετίζεται με το αν καταφέρνουμε να δημιουργήσουμε σχέσεις οικειότητας με τους άλλους ή αν αντίθετα βιώνουμε μοναξιά και απομόνωση, και με το αν αισθανόμαστε ότι οι στόχοι μας πραγματοποιούνται και είμαστε παραγωγικοί ή αντίθετα ότι μένουμε στάσιμοι και λιμνάζουμε.
Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψης μας, είναι το συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε και οι αξίες που αυτό προάγει, η επίδραση του φύλου και των στερεοτύπων που συνδέονται με αυτό, καθώς και η προσωπική ιστορία του κάθε ανθρώπου. Ποικίλα «τραυματικά» συμβάντα, όπως ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, μια μεγάλη φυσική καταστροφή, μια εγκληματική επίθεση, ο βιασμός, μια ανίατη ή μακροχρόνια ασθένεια, μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές στις αντιλήψεις των ανθρώπων για τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους.
Παρόλα αυτά, η αυτοεκτίμηση έχει την ιδιότητα να αντιστέκεται στις αλλαγές. Αυτό οφείλεται στο κίνητρο του ανθρώπου να διατηρεί μια σταθερή εικόνα εαυτού (self-consistency), γιατί αυτή η σταθερότητα του προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας. Το άτομο λοιπόν λειτουργεί ασυνείδητα με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβεβαιώνεται η κυρίαρχη αντίληψη που έχει για τον εαυτό του (π.χ. ερμηνεύοντας με συγκεκριμένο τρόπο τη συμπεριφορά των άλλων απέναντί του). Γι’ αυτό οποιαδήποτε αλλαγή στην εικόνα του εαυτού απαιτεί χρόνο.
Πώς καταλαβαίνουμε όμως ότι έχουμε χαμηλή αυτοεκτίμηση; Τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση χαρακτηρίζονται από αισθήματα ανασφάλειας και κατωτερότητας. Ασχολούνται υπερβολικά με αυτό που οι άλλοι σκέφτονται γι’ αυτούς και δεν έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους, ούτε στις προσωπικές τους απόψεις. Αναφέρονται στον εαυτό τους με αρνητικούς χαρακτηρισμούς και υποτιμούν τα θετικά τους στοιχεία, ενώ επηρεάζονται πολύ από τα αρνητικά σχόλια των άλλων και στεναχωριούνται υπερβολικά από τις αποτυχίες τους. Για όλους αυτούς τους λόγους βιώνουν δυσκολίες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις και είναι πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση άγχους και κατάθλιψης. Άλλες φορές βέβαια η εικόνα είναι κάπως διαφορετική. Τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση σε μια προσπάθεια να καλύψουν την ανασφάλειά τους περιαυτολογούν και προβάλλουν υπερβολικά τον εαυτό τους, προκειμένου να πείσουν τους άλλους για την αξία τους, ενώ προσπαθούν να αντιγράψουν και να μιμηθούν άλλα άτομα που θεωρούν επιτυχημένα.
Έλλειψη αυτοεκτίμησης, ωστόσο, δε σημαίνει έλλειψη ικανοτήτων. Γι’ αυτό με την κατάλληλη βοήθεια από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας μπορούμε, επεμβαίνοντας στον τρόπο σκέψης μας, να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθησή μας, να αποδεχθούμε τον εαυτό μας και να δημιουργήσουμε πιο υγιείς σχέσεις. Βέβαια, μπορούμε και μόνοι μας να κάνουμε κάποια πράγματα προκειμένου να βελτιώσουμε την αυτοπεποίθησή μας. Πρώτα απ’ όλα, μπορούμε να ελέγξουμε μήπως οι προσδοκίες μας είναι υπερβολικά υψηλές. Αυτοεκτίμηση = Επιτυχία / Προσδοκίες (James). Όσο καλά λοιπόν και αν τα καταφέρνουμε, αν έχουμε μη ρεαλιστικές προσδοκίες από τον εαυτό μας, συνεχώς θα απογοητευόμαστε. Ας καταλάβουμε ότι κανείς δεν είναι τέλειος και δεν γίνεται να είμαστε καλοί σε όλα. Δεν χρειάζεται άλλωστε!
Δεύτερον, ο κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του δυνατά σημεία και ταλέντα, οπότε ας ανακαλύψουμε και ας αξιοποιήσουμε τα δικά μας. Συγχρόνως θα ήταν χρήσιμο να αναγνωρίσουμε και τα αδύνατα σημεία μας (π.χ. μειωμένη κοινωνικότητα) και να προσπαθήσουμε να τα βελτιώσουμε ή να τα ενισχύσουμε (π.χ. με το να γραφτούμε σε έναν σύλλογο που θα μας βοηθήσει να γνωρίσουμε καινούργιους ανθρώπους). Αντί λοιπόν να στενοχωριόμαστε για όσα δεν μας αρέσουν στον εαυτό μας, μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα αλλάξουμε. Αν κάποια από αυτά πάλι δεν αλλάζουν (π.χ. το ότι είμαστε πολύ κοντοί), ας επιστρατεύσουμε το χιούμορ μας ώστε να τα διακωμωδήσουμε.
Τρίτον, να θέσουμε στόχους και να οργανώσουμε ρεαλιστικά πλάνα για την επίτευξή τους. Η λέξη ρεαλιστικά έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς προβλήματα δεν συνοδεύουν μόνο μια πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά και μια υπερβολικά υψηλή (π.χ. μη ρεαλιστικά επενδυτικά σχέδια). Μπορούμε να εφαρμόζουμε τους στόχους μας με τον δικό μας ρυθμό και τρόπο, αρκεί να παραμένουμε όσο γίνεται πιο πιστοί στο πλάνο μας, γιατί οι συνεχείς αναβολές έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα: συμβάλλουν στη μείωση της αυτοεκτίμησης. Τέλος, θα μας βοηθούσε να μάθουμε να διαχωρίζουμε την καλοπροαίρετη κριτική από τη συνεχή και αδικαιολόγητη επίκριση. Η πρώτη είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και μπορούμε να την αξιοποιήσουμε θετικά για την προσωπική μας αυτοβελτίωση, ενώ η δεύτερη καλύτερα να αγνοείται.
Γενικά, η αυτοπεποίθηση είναι ένα απ’ τα πιο πολύτιμα δώρα που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας. Επηρεάζει συνολικά την ποιότητα ζωής μας και συμβάλλει στην αίσθηση της προσωπικής μας ευτυχίας. Δεν αξίζει λοιπόν τον κόπο να προσπαθήσουμε να τη βελτιώσουμε;
e-psychology.gr