Στα Πομακοχώρια της Ξάνθης κάνει αναφορά η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» στο ταξιδιωτικό της ένθετο. Το κείμενο υπογράφει η Ιωάννα Κακίση και καταγράφει εντυπώσεις από περσινή πενθήμερη επίσκεψή της
στη Θράκη, σημειώνοντας ότι «ήλθε στο προσκήνιο ως ταξιδιωτικός προορισμός, μετά τη βελτίωση των ελληνοβουλγαρικών και κυρίως
ελληνοτουρκικών σχέσεων, που επέτρεψαν στη βορειοανατολική Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια να πάψει να είναι ο προμαχώνας εναντίον μιας εχθρικής
Τουρκίας και μιας κομμουνιστικής Βουλγαρίας».
Μεταξύ άλλων, στο οδοιπορικό σημειώνεται ότι «τα Πομακοχώρια της Ξάνθης, λόγω των συνοριακών διαφορών με τη Βουλγαρία κατά την κομμουνιστική εποχή, ήσαν αποξενωμένα από την υπόλοιπη Ελλάδα μέχρι τα
μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν η ελληνική κυβέρνηση αφαίρεσε το στρατιωτικό φραγμό (μπάρα) της ψυχροπολεμικής εποχής, που έφραζε το μοναδικό δρόμο προς τα χωριά, και που για να τον περάσουν οι Πομάκοι,
έπρεπε να επιδεικνύουν στους Έλληνες στρατιώτες ένα ειδικό δελτίο ταυτότητας».
Στο δημοσίευμα υποστηρίζεται ότι «οι Πομάκοι είναι θύματα της πολιτικής, καθώς η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βουλγαρία τους διεκδικούσαν ως δικούς τους», σημειώνοντας ότι «σήμερα, οι Πομάκοι εντάσσονται με
επιφυλάξεις στην ελληνική κοινωνία, όμως τα χωριά τους παραμένουν απελπιστικά φτωχά».
Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στη νομαρχία Ροδόπης, «όπου περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους είναι τουρκόφωνοι Έλληνες μουσουλμάνοι και άλλοι Τσιγγάνοι (γνωστοί επίσης ως Ρομά), Αρμένιοι
και Έλληνες Πόντιοι», όπως υπογραμμίζεται.
Τέλος, επισημαίνεται ότι «ύστερα από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας κατά των Οθωμανών Τούρκων, το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής ιστορίας της Ελλάδας εγκαταλείφθηκε σε μαρασμό» και αναφέρεται ότι «το πλέον
εντυπωσιακό από τα ελάχιστα εναπομείναντα κτίρια είναι το Ιμαρέτ του Μοχάμεντ Αλί Πασά στην πόλη της Καβάλας, που άνοιξε ως ξενοδοχείο πολυτελείας το 2004».